Γκέι γονίδια ή κακοί επιστήμονες? Αφιέρωμα: γεννιόμαστε ή γινόμαστε? του Πέρη Αποστολάκη Πόσο επιστημονικές είναι οι έρευνες που λένε ότι η ομοφυλοφιλία οφείλεται στη βιολογία μας; Από το εργαστήρι του ερευνητή μέχρι τη σελίδα της εφημερίδας υπάρχει τεράστια απόσταση.
«Η ομοφυλοφιλία υπάρχει από τη στιγμή της σύλληψης του εμβρύου». Αυτή τη γενετική θεωρία προωθούν ενεργά πολλοί γκέι ακτιβιστές και ΜΜΕ. Είναι τελικά η ομοφυλοφιλία μια έμφυτη παραλλαγή της ανθρώπινης σεξουαλικότητας;
Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η ομοφυλοφιλία έχει μόνο «γενετική» βάση. Και καμία έρευνα δεν ισχυρίζεται κάτι τέτοιο. Μόνο τα ΜΜΕ και κάποιοι ερευνητές προβαίνουν σε τέτοιους ισχυρισμούς όταν θέλουν να κάνουν ντόρο στο ευρύ κοινό.
Πώς παραπλανήθηκε ο κόσμος
Τον Ιούλιο του 1993, το υψηλού κύρος ερευνητικό περιοδικό Science δημοσίευσε μια μελέτη στην οποία ισχυρίζεται ότι η ομοφυλοφιλία μπορεί να οφείλεται σε ένα γονίδιο. Η έρευνα φαινόταν να κοντεύει να αποδείξει ότι η ομοφυλοφιλία είναι εγγενής, γενετική και άρα μια μη αναστρέψιμη, φυσιολογική παραλλαγή της ανθρώπινης σεξουαλικότητας.
Πολύ σύντομα η είδηση διατυμπανίστηκε από τα ΜΜΕ. Το Newsweek δημοσίευσε στο εξώφυλλό του «Γκέι Γονίδιο;» ενώ η Wall Street Journal ανακοίνωσε «Η έρευνα δείχνει ότι μάλλον υπάρχει γκέι γονίδιο…». Φυσικά, στα ρεπορτάζ προστέθηκαν τα απαραίτητα «μάλλον» και «μπορεί» αλλά μόνο ένας ειδικός γνωρίζει τι σημαίνουν αυτές επεξηγηματικές εκφράσεις. Η συντριπτική πλειοψηφία των αναγνωστών πίστεψαν ότι είχε πλέον αποδειχθεί ότι οι γκέι «γεννιούνται έτσι».
Τι ακριβώς ισχύει;
Μελέτες συσχετισμού γονιδίων
Οι επιστήμονες που έκαναν την παραπάνω μελέτη έκαναν έναν συνηθισμένο τύπο έρευνας στη γενετική της συμπεριφοράς, ο οποίος ονομάζεται «μελέτη συσχετισμού». Σε αυτόν οι ερευνητές εντοπίζουν μια χαρακτηριστική συμπεριφορά που εμφανίζεται σε μια οικογένεια (π.χ. ομοφυλοφιλία, παχυσαρκία, διαβήτης) και στη συνέχεια:
ψάχνουν να βρουν μια παραλλαγή στο γενετικό υλικό της οικογένειας (μετάλλαξη), και
εξακριβώνουν εάν τα μέλη της οικογένειας που εμφανίζουν τη συγκεκριμένη συμπεριφορά έχουν αυτή τη γονιδιακή παραλλαγή.
Για τον απλό άνθρωπο, ο «συσχετισμός» ενός γονιδίου (δηλ του DNA) με μια συμπεριφορά σημαίνει ότι η εν λόγω συμπεριφορά «καθορίζεται γενετικά», δηλαδή είναι κληρονομική και όχι επίκτητη.
Στην πράξη, όμως, δεν σημαίνει καθόλου αυτό. Πρέπει να τονιστεί ότι δεν υπάρχει σχεδόν κανένα ανθρώπινο χαρακτηριστικό χωρίς αναρίθμητους παρόμοιους συσχετισμούς.
Μελέτες σε δίδυμους ομοφυλόφιλους
Δύο αμερικανοί ακτιβιστές πρόσφατα δημοσίευσαν μελέτες που δείχνουν ότι εάν ένας από τους δύο ομοζυγωτικούς διδύμους είναι γκέι τότε σε ποσοστό 50% θα είναι γκέι και ο άλλος. Με βάση αυτό ισχυρίζονται ότι «η ομοφυλοφιλία είναι γενετική». Δύο άλλοι όμως ερευνητές – ο ένας διευθυντής ενός από τα μεγαλύτερα τμήματα γενετικής των ΗΠΑ, ο άλλος στο Χάρβαρντ – σχολιάζουν: «Ενώ οι συγγραφείς ερμήνευσαν τα πορίσματά τους ως απόδειξη ότι η ομοφυλοφιλία εξηγείται γενετικά, πιστεύουμε ότι αντιθέτως τα πορίσματά τους αποδεικνύουν περισσότερο την επιρροή του περιβάλλοντος».[1]
Tο Science αναφέρει σε ένα άρθρο του ότι οι επιστήμονες δείχνουν νέο επιστημονικό ενδιαφέρον στη σημασία που παίζει το περιβάλλον: «τα γονίδια και το περιβάλλον αλληλεπιδρούν πολύ πιο περίπλοκα απ’ ό,τι παρουσιάζουν τα ΜΜΕ λέγοντας ότι υπάρχουν "γονίδια βίας" ή "γονίδια ευφυΐας". Τα ίδια στοιχεία που δείχνουν την επίδραση των γονιδίων στη συμπεριφορά δείχνουν επίσης την τεράστια επίδραση που έχουν άλλοι, μη γενετικοί παράγοντες».[2]
Άλλα στα ΜΜΕ άλλα στους συναδέλφους
Οι ερευνητές μιλάνε διαφορετικά στα ΜΜΕ απ’ ό,τι στους συναδέλφους τους. Στα ΜΜΕ κάνουν πιο βαρύγδουπες δηλώσεις, ενώ όταν μιλάνε στην επιστημονική κοινότητα είναι πολύ πιο προσεκτικοί.
Ο ερευνητής του «γκέι γονιδίου» Dean Hamer ρωτήθηκε από το Scientific American εάν η ομοφυλοφιλία οφείλεται αποκλειστικά στη βιολογία. Η απάντησή του: «Ξεκάθαρα όχι. Από τις μελέτες σε διδύμους γνωρίζουμε ήδη ότι οι μισές ή και περισσότερες από τις παραλλαγές στον σεξουαλικό προσανατολισμό δεν είναι κληρονομικές. Οι μελέτες μας προσπαθούν να εντοπίσουν τους γενετικούς παράγοντες… όχι να καταρρίψουν τους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες».[3]
Όταν μιλάνε στα ΜΜΕ, όμως, οι ερευνητές χρησιμοποιούν γλώσσα που είναι βέβαιο ότι ο απλός άνθρωπος δεν θα καταλάβει, εξασφαλίζοντας ότι τα «μπορεί» και τα «ενδεχομένως» θα περάσουν στα ψιλά γράμματα. Παράδειγμα:
«... το ερώτημα του κατάλληλου επιπέδου σπουδαιότητας που αρμόζει σε ένα μη-Μεντελιανό χαρακτηριστικό όπως ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι προβληματικό».[4]
Βγάζετε νόημα ή το περνάτε στο ντούκου; Και όμως είναι μια άκρως σημαντική δήλωση. Σε απλά λόγια σημαίνει: Δεν είναι δυνατό να ξέρουμε τι σημαίνουν αυτά τα πορίσματα – αν σημαίνουν κάτι – αφού ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι αδύνατο να κληρονομείται με τον ίδιο άμεσο τρόπο όπως το χρώμα των ματιών.
Με άλλα λόγια, στους συναδέλφους τους επιστήμονες, οι ερευνητές με ειλικρίνεια αναγνωρίζουν τους περιορισμούς των ερευνών τους. Τα ΜΜΕ όμως δεν ακούν το ίδιο μήνυμα. Ο λόγος; Τα ΜΜΕ συχνά παρουσιάζουν μισές αλήθειες γιατί η επιστημονική πραγματικότητα είναι πολύ βαρετή και πολύπλοκη για μαζική κατανάλωση. Εξάλλου, συχνά ούτε οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι δεν την καταλαβαίνουν.
Βασικός μπούσουλας για τη θεωρία της γενετικής
Δύο πράγματα πρέπει να καταλάβει κανείς για να αποφύγει τις διαστρεβλώσεις των ερευνών για τα γενετικά αίτια της ομοφυλοφιλίας:
κληρονομήσιμο δεν σημαίνει κληρονομικό.
η γενετική έρευνα που είναι πραγματικά σοβαρή εντοπίζει και εστιάζεται σε χαρακτηριστικά που είναι άμεσα κληρονομικά.
Κληρονομικό χαρακτηριστικό σημαίνει ότι είναι «άμεσα καθορισμένο από τα γονίδια» και δεν μπορεί να επηρεαστεί από το περιβάλλον. Τέτοια είναι σωματικά χαρακτηριστικά όπως το σχήμα των νυχιών ή το χρώμα των ματιών. Αντιθέτως, ελάχιστα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του ανθρώπου είναι άμεσα κληρονομικά.
Η πλειοψηφία των έγκριτων επιστημόνων τώρα πιστεύουν ότι η ομοφυλοφιλία οφείλεται σε ένα συνδυασμό ψυχολογικών, κοινωνικών και βιολογικών παραγόντων.
«Πολλοί επιστήμονες έχουν την άποψη ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός παγιώνεται στους περισσότερους ανθρώπους σε μικρή ηλικία μέσα από περίπλοκες αλληλεπιδράσεις βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων».[5]
Αμερικανικός Ψυχολογικός Σύλλογος
«Σε αυτό το σημείο, η πιο διαδεδομένη άποψη [για τα αίτια της ομοφυλοφιλίας] είναι ότι πολλαπλοί παράγοντες παίζουν ρόλο.»[6]
Simon LeVay, ερευνητής του «γκέι εγκεφάλου»
«Κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα πολύπλοκων αλληλεπιδράσεων γενετικής και περιβάλλοντος. Θα ήταν παράλογο να μην ισχύει το ίδιο και για την ομοφυλοφιλία».[7]
Dennis McFadden, νευροεπιστήμονας στο University of Texas
«Δεν ξέρω κανέναν στον τομέα μας που να ισχυρίζεται ότι η ομοφυλοφιλία μπορεί να εξηγηθεί χωρίς αναφορά στους περιβαλλοντικούς παράγοντες».[8]
Steven Goldberg, κοινωνιολόγος
Με λίγα λόγια, δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι η ομοφυλοφιλία είναι απλώς «γενετική» και καμία έρευνα δεν το ισχυρίζεται. Μόνο τα ΜΜΕ και ορισμένοι ερευνητές το λένε, όταν πουλάνε μούρη στο ευρύ κοινό.
Όταν η επιστημονική έρευνα κρύβει άλλες σκοπιμότητες
Ο Simon LeVay, ο ερευνητής που είναι κεντρική μορφή όλης αυτής της ιστορίας και ο οποίος είναι γκέι, έγραψε για ένα «ανησυχητικό ζήτημα» που αντιμετωπίζει συχνά: «Άραγε οι θέσεις που υιοθετούν οι ερευνητές είναι μήπως απλή έκφραση της προσωπικής τους στάσης και προκατάληψης – είτε υπέρ είτε κατά της ομοφυλοφιλίας – την οποία μετά ντύνουν με ακαδημαϊκή γλώσσα;»
Το να υιοθετείς μια περιβαλλοντική είτε μια ψυχοδυναμική θεωρία τα τελευταία χρόνια προκαλεί κατηγορίες για ομοφοβία ή αντιομοφυλοφιλική στάση, επισημαίνει. Αντιθέτως, οι βιολογικές θεωρίες θεωρούνται «υπέρ των γκέι». Όμως και αυτός ο πολιτικός διαχωρισμός δεν είναι τόσο ξεκάθαρος: κάποιοι ανησυχούν ότι «το γκέι γονίδιο» αν και συχνά θεωρείται όπλο στην πολιτική φαρέτρα υπέρ των γκέι θα μπορούσε να γίνει εργαλείο των συντηρητικών που θέλουν μέσω της ευγονικής να ξεριζώσουν από τον πληθυσμό την ανεπιθύμητη ομοφυλοφιλία. Η συζήτηση συνεχίζεται.
Για μια πιο λεπτομερή ανάλυση των ερευνών και της παραπληροφόρησης, διαβάστε το άρθρο του Richard Horton, αρχισυντάκτη της βρετανικής ιατρικής επιθεώρησης, The Lancet: Is Homosexuality Inherited?
http://www.10percent.gr/old/issues/200710/a05.html