ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΗ αεριοποίηση πλάσματος είναι μια νέα
μέθοδος επεξεργασίας αποβλήτων, που όχι μόνο κάνει τα επικίνδυνα
απόβλητα ασφαλή, αλλά και τα αξιοποιεί για την παραγωγή ηλεκτρικού
ρεύματος. Εξω εφαρμόζεται· στην Ελλάδα γιατί δεν το δοκιμάζουμε;Εκατοντάδες είναι οι επικίνδυνες χημικές ουσίες που
περιέχονται στα απόβλητα πολλών βιομηχανιών και οι οποίες, αν
καταλήξουν στον υδροφόρο ορίζοντα, μπορεί να εισέλθουν στην τροφική
αλυσίδα προκαλώντας καρκινογενέσεις, δηλητηριάσεις ή ανεπανόρθωτες
βλάβες στο νευρικό σύστημα. Γι' αυτό και οι μέθοδοι κατεργασίας τους
πρέπει να εξασφαλίζουν ότι αυτές οι ενώσεις δεν θα διαρρεύσουν στο
περιβάλλον, κάτι που εγγυάται η αεριοποίηση πλάσματος: μια τεχνολογία
που τα τελευταία χρόνια κερδίζει συνεχώς έδαφος στο εξωτερικό, για την
επεξεργασία των επικίνδυνων αποβλήτων.Τέτοιες μονάδες
λειτουργούν, ήδη από τη δεκαετία του '90, στη Γαλλία, ενώ από το 2000
ανάλογες εγκαταστάσεις κατασκευάστηκαν στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία και την
Αγγλία. Σε όλες αυτές γίνεται επεξεργασία βλαβερών απορριμμάτων, όπως
βαρέων μετάλλων, λυματολάσπης από βιολογικούς καθαρισμούς, ελαστικών
και τέφρας από τα θερμοηλεκτρικά εργοστάσια. Αλλωστε, με τη
συγκεκριμένη τεχνολογία όλα αυτά τα απορρίμματα λιώνουν και
μετατρέπονται σε ένα υαλώδες υλικό, στο οποίο τα τοξικά χημικά στοιχεία
θα παραμείνουν εγκλωβισμένα για χιλιάδες χρόνια. Είναι, μάλιστα,
χαρακτηριστικό ότι οι μέχρι τώρα έρευνες δείχνουν πως το παραγόμενο
«γυαλί» είναι τόσο ασφαλές ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμη και
σαν υλικό οδοποιίας.
Eνέργεια από τα σκουπίδιαΤο μυστικό της αεριοποίησης πλάσματος κρύβεται στα δύο ηλεκτρόδια που
εγκαθίστανται στον κλίβανο επεξεργασίας των αποβλήτων. «Ουσιαστικά, τα
ηλεκτρόδια αναπαράγουν τον φυσικό μηχανισμό με τον οποίο δημιουργούνται
οι κεραυνοί», λέει ο κ. Επαμεινώνδας Βουτσάς, λέκτορας στο Τμήμα
Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ και μέλος του Εργαστηρίου Θερμοδυναμικής και
Φαινομένων Μεταφοράς, το οποίο ασχολείται πειραματικά με τη
συγκεκριμένη τεχνολογία. «Αυτό σημαίνει ότι, με την υψηλή τάση που
εφαρμόζεται στα ηλεκτρόδια, ο αέρας διασπάται σε θετικά και αρνητικά
ιόντα, ώστε να μετατρέπεται σε αυτό που στη Φυσική ονομάζουμε πλάσμα»,
συνεχίζει, «τη στιγμή που η θερμοκρασία στον κλίβανο αυξάνει πάνω από
τους 5.000 βαθμούς Κελσίου».Ετσι, όλες οι χημικές ενώσεις που
περιέχονται στα απόβλητα διαχωρίζονται σε απλούστερα συστατικά, με τα
περισσότερα από τα οποία να μετατρέπονται σε μια παχύρρευστη μάζα που,
όταν ψυχθεί, παγιδεύει τις επικίνδυνες ουσίες στο εσωτερικό της.
«Παράλληλα, με αυτήν τη διαδικασία δημιουργείται επίσης ένα αέριο, το
οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικού
ρεύματος», προσθέτει ο κ. Βουτσάς. «Κατά συνέπεια, μπορούμε να
παράγουμε όχι μόνο την ενέργεια που χρειάζεται η μονάδα για να
λειτουργήσει, αλλά και ρεύμα που θα καταλήξει στο δίκτυο
ηλεκτροδότησης».Επίσης, η τεχνική αυτή επιτρέπει τη διαχείριση
επικίνδυνων απορριμμάτων -για παράδειγμα, ιδιαίτερα τοξικών
βιομηχανικών διαλυτών-, τα οποία δεν μπορούν να επεξεργαστούν άλλες
μέθοδοι, όπως η αποτέφρωση, ενώ το γυαλί που παράγεται αντιστοιχεί
μόλις στο 2% του όγκου των αποβλήτων που εισέρχονται στον κλίβανο. «Το
κυριότερο πάντως είναι ότι αυτή η τεχνολογία θεωρείται πλέον διεθνώς
δοκιμασμένη, αφού τα όποια προβλήματα έχουν ανακύψει κατά την εφαρμογή
της έχουν να κάνουν μόνο με ζητήματα τεχνικής φύσης, όπως π.χ. ποιο
είναι το κατάλληλο υλικό για να κατασκευαστεί ο κλίβανος ή τα
ηλεκτρόδια», συμπληρώνει ο κ. Βουτσάς.
Προσαρμογή στα ελληνικά δεδομένα
Σε τέτοια τεχνικής φύσης ζητήματα επικεντρώνονται οι έρευνες των
επιστημόνων στο Εργαστήριο Θερμοδυναμικής και Φαινομένων Μεταφοράς του
ΕΜΠ. «Οι ελληνικές βιομηχανίες παράγουν διαφορετικά είδη επικίνδυνων
απορριμμάτων σε σχέση με τις βιομηχανικές μονάδες πολλών άλλων χωρών,
κάτι που σημαίνει ότι κάποιες παράμετροι της διαδικασίας θα πρέπει να
προσαρμοστούν σε αυτά τα είδη», διευκρινίζει ο Ελληνας επιστήμονας. Και
βέβαια, τονίζει, τα πειράματα στο εργαστήριο δεν μπορούν να
υποκαταστήσουν τη μελέτη μιας πιλοτικής εγκατάστασης, η οποία θα τους
έδινε τη δυνατότητα να ελέγξουν την τεχνολογία σε πραγματικές συνθήκες.Σύμφωνα
με τον κ. Βουτσά, το κόστος για μια τέτοια πιλοτική μονάδα φτάνει το 1
εκατ. ευρώ και αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση αν ποτέ θελήσει η
χώρα μας να αξιοποιήσει την εν λόγω τεχνολογία κατασκευάζοντας ένα
εργοστάσιο, το οποίο θα επεξεργάζεται τα επικίνδυνα απόβλητα σε
βιομηχανική πια κλίμακα. Ενα εργοστάσιο που ίσως βοηθούσε να
αντιμετωπιστεί αποτελεσματικότερα η ανεξέλεγκτη απόρριψη τοξικών υλικών
σε παράνομες χωματερές -και σε σκάνδαλα σαν αυτό της μόλυνσης του
Ασωπού- αλλά και θα μπορούσε να μετατρέψει περιβαλλοντικές απειλές,
όπως η λυματολάσπη της Ψυττάλειας, σε πηγές παραγωγής δωρεάν ενέργειας.
Και αστικά απόβληταΑρκετά κράτη στα οποία έχει δοκιμαστεί η διαχείριση των βιομηχανικών αποβλήτων
με την αεριοποίηση πλάσματος, ετοιμάζονται να χρησιμοποιήσουν την ίδια
τεχνολογία για την επεξεργασία και αστικών αποβλήτων. Στην Οτάβα του
Καναδά, η πιλοτική μονάδα που ήδη κατεργάζεται ημερησίως 100 τόνους
απορριμμάτων θα δώσει τη θέση της σε μια μεγαλύτερη για 400 τόνους, ενώ
στη Φλόριντα των ΗΠΑ μέχρι το 2011 θα έχει ολοκληρωθεί μια μονάδα
κατεργασίας 3.000 τόνων. «Αντίθετα από ό,τι γενικά πιστεύουμε στην
Ελλάδα, οι λύσεις αυτές δεν έρχονται να αντικαταστήσουν, αλλά να
συμπληρώσουν την ανακύκλωση», λέει ο κ. Βουτσάς, «αφού υιοθετούνται από
χώρες όπου το ποσοστό ανακύκλωσης ξεπερνά το 60%».Σύμφωνα με τον
ειδικό από το ΕΜΠ, ο λόγος είναι ότι η αεριοποίηση πλάσματος δίνει τη
δυνατότητα ακόμη μεγαλύτερης μείωσης των σκουπιδιών που καταλήγουν
στους χώρους υγειονομικής ταφής, ενώ παράλληλα προσφέρει τη δυνατότητα
αξιοποίησής τους για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η μονάδα στη
Φλόριντα θα καλύπτει τις ανάγκες 100.000 νοικοκυριών σε ρεύμα. «Απαντά,
δηλαδή, σε δύο πιεστικές ανάγκες των σύγχρονων κοινωνιών, γεγονός το
οποίο εξηγεί το ενδιαφέρον που έχουν εκφράσει στο Εργαστήριό μας πολλοί
ελληνικοί δήμοι γι' αυτή την τεχνολογία».Ο ίδιος είναι
επιφυλακτικός για το κατά πόσον η τεχνολογία θα μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί στη χώρα μας απευθείας σε τόσο μαζική κλίμακα. «Το
καλύτερο θα ήταν να δούμε ποια τεχνικά προβλήματα θα προκύψουν στις
μονάδες που προγραμματίζονται στο εξωτερικό και ποιες λύσεις θα βρουν
εκεί οι επιστήμονες. Σίγουρα όμως θα πρέπει να παρακολουθούμε από κοντά
τις εξελίξεις».
Πηγή:
www.kathimerini.gr