από το Μιχάλη Τόσκα
Η εξέλιξη του λόγου κάθε παιδιού είναι μία διαδικασία μοναδική, η οποία ακολουθεί τον προσωπικό ρυθμό ανάπτυξης του ίδιου του παιδιού, χωρίς να μπορεί να συγκριθεί με το ρυθμό κάποιου συνομηλίκου, ούτε με αυτόν των γονιών του στην παιδική τους ηλικία, ούτε ακόμα με την εξέλιξη του ίδιου του δίδυμου αδελφού του. Η δε ανάπτυξη του λόγου – ως εξελικτική διαδικασία – παρουσιάζει, επίσης, ρυθμό και επίπεδα εξέλιξης.
Καθώς ζούμε στην εποχή της πληροφόρησης, είναι σημαντικό οι γονείς να γνωρίζουν πότε πρέπει να ανησυχούν και πότε πρέπει να αναζητούν βοήθεια, αποφεύγοντας μ’ αυτόν τον τρόπο περιττό άγχος το οποίο συνήθως οδηγεί σε άσκοπη πίεση και ταλαιπωρία του παιδιού τους. Έτσι, στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε μια πολύ συνοπτική παρουσίαση της χρονικής εξέλιξης του λόγου καθώς και των δομικών επιπέδων του.
Ο αναμενόμενος χρόνος έναρξης της ομιλίας (δηλ. η χρήση των πρώτων λέξεων με νόημα) τοποθετείται γύρω στον πρώτο χρόνο της ζωής του παιδιού. Οι λέξεις αυτές μπορεί να είναι επαναλαμβανόμενες συλλαβές (μαμά, μπαμπάς), ονοματοποιημένοι ήχοι (μπε-μπε για το πρόβατο) ή μονοσύλλαβες λέξεις (μαμ για το φαγητό). Πολλές φορές αυτές οι λέξεις μπορεί να υποδηλώνουν ολόκληρη πρόταση.
Μέχρι το 18ο μήνα περίπου, η εκμάθηση καινούργιων λέξεων προοδεύει πολύ αργά. Στο χρονικό αυτό σημείο, όμως, παρατηρείται μια «γλωσσική έκρηξη» κατά την οποία το μέγεθος του λεξιλογίου υπερδιπλασιάζεται μέχρι τον 24ο μήνα. Μέχρι το τέλος του 2ου έτους αναμένεται η χρήση 2 λέξεων για το σχηματισμό φράσης. Το παιδί ανταποκρίνεται σε απλές εντολές και απαντά σε απλές ερωτήσεις. Με την ολοκλήρωση του 3ου έτους το λεξιλόγιο εμπλουτίζεται και με πολυσύλλαβες λέξεις, οι οποίες ωστόσο μπορεί να μην εκφέρονται ολοκληρωμένα (π.χ. ολήλατο αντί για ποδήλατο) και κάνουν την εμφάνισή τους τα άρθρα καθώς και κάποιες αντωνυμίες (π.χ. εγώ, αυτό). Οι προτάσεις περιέχουν τώρα περισσότερες λέξεις και ακούμε τις πρώτες ερωτήσεις. Η πρόοδος του λόγου του παιδιού μας μέχρι το τέλος του 4ου έτους είναι συνήθως εντυπωσιακή, αφού χρησιμοποιεί πλέον ρήματα και ρηματικούς χρόνους, τον πληθυντικό αριθμό, βασικές προθέσεις και επιρρήματα (π.χ. πάνω, κάτω, δίπλα, μετά). Οι προτάσεις που σχηματίζει είναι πιο σύνθετες και μπορεί να περιγράψει γεγονότα της καθημερινότητάς του και να ρωτήσει χρησιμοποιώντας το «γιατί».
Σε όλη τη διάρκεια της απόκτησης του λόγου τα μικρά παιδιά, προκειμένου να μάθουν τα φωνήματα που απαρτίζουν το γλωσσικό τους σύστημα, χρησιμοποιούν στρατηγικές για να απλοποιήσουν τις λέξεις που παράγουν. Αυτή τη φυσιολογική διαδικασία ακολουθούν όλα τα παιδιά στην προσπάθεια τους να αποκτήσουν το λόγο των ενηλίκων. Έτσι η γάτα μπορεί να γίνεται τάτα, το σπίτι πίτι και το πόδι πότι.
Τα δομικά επίπεδα του λόγου είναι τέσσερα και η εξέλιξη τους δε γίνεται χωριστά του ενός από το άλλο, αλλά παράλληλα, παρουσιάζοντας εσωτερικές συνδέσεις και αλληλοκαλύψεις.
1. Το φωνολογικό επίπεδο, που περιλαμβάνει τη διαδικασία απόκτησης από το παιδί του συνόλου των φθόγγων της μητρικής του γλώσσας. Επίσης, μια άλλη άποψη των φωνολογικών στοιχείων είναι η ένταση της φωνής, καθώς και ο χρωματισμός, δηλ. οι αυξομειώσεις του τόνου της φωνής.
2. Το λεξιλογικό–σημασιολογικό επίπεδο, που περιλαμβάνει το λεξιλόγιο και το εννοιολογικό περιεχόμενο των λέξεων, καθώς και τις σημασιολογικές σχέσεις ανάμεσα στις λέξεις και στις προτάσεις.
3. Το συντακτικό–μορφολογικό επίπεδο, που περιλαμβάνει την κατανόηση και χρήση από το παιδί των συντακτικών και γραμματικών κανόνων της μητρικής του γλώσσας, που καθορίζουν τη σειρά και τη λειτουργία των λέξεων μέσα στις προτάσεις.
4. Το πραγματολογικό–επικοινωνιακό επίπεδο, που περιλαμβάνει την ικανότητα του παιδιού να χρησιμοποιεί το λόγο αποτελεσματικά σε συνθήκες με διαφορετικές επικοινωνιακές απαιτήσεις. Δηλαδή, ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώνουμε το λόγο μας όταν μιλάμε με τους γονείς μας ή με κάποιον άγνωστο ή με τους φίλους μας.
Η παραπάνω περιγραφή της εξέλιξης του λόγου των παιδιών σταμάτησε στο χρονικό σημείο της ολοκλήρωσης του 4ου έτους, το οποίο θα χαρακτηρίζονταν ως «κομβικό» σημείο. Σ’ αυτό το χρονικό σημείο αναμένεται ο λόγος του παιδιού να έχει εξελιχθεί ισόποσα σε όλα τα παραπάνω επίπεδα του λόγου.
Έτσι, στην ηλικία των 4-5 ετών το παιδί
• παράγει όλα τα φωνήματα του φωνολογικού συστήματος της μητρικής του γλώσσας
• διαθέτει ένα ικανοποιητικό ενεργό λεξιλόγιο και
• χρησιμοποιεί τους βασικούς γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες, έτσι ώστε να μπορεί να εκφράσει τις σκέψεις του και να επικοινωνήσει αποτελεσματικά σε ποικίλα περιβάλλοντα (οικογενειακό – σχολικό πλαίσιο, επικοινωνία με συνομηλίκους και ενήλικες).
Θα ήταν ωστόσο λάθος να υποστηρίξουμε ότι σ’ αυτήν την ηλικία ολοκληρώνεται η διαδικασία εξέλιξης του λόγου. Η εξέλιξη συνεχίζεται στα επόμενα χρόνια, όπου ήδη αποκτημένες μορφές σταθεροποιούνται, ενώ παρατηρείται μια προοδευτική διαδικασία από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο.
Γνωρίζοντας τώρα την αναμενόμενη εξέλιξη μπορούμε να αναφερθούμε στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η παρέμβαση ενός/μιας λογοθεραπευτή/ριας θα ήταν σημαντική.
Το παραπάνω πρότυπο εξέλιξης του λόγου αφορά στα παιδιά που έχουν μια ανάλογη χρονική εξέλιξη. Υπάρχουν ωστόσο παιδιά που «αργούν» να μιλήσουν εξαιτίας διαφόρων αιτιών. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, που αναλύονται παρακάτω, η παραπάνω πορεία μετατίθεται χρονικά, με αποτέλεσμα αυτά τα παιδιά συχνά να χρειάζονται λογοθεραπευτική υποστήριξη.
• Όταν μέχρι το 3ο έτος το παιδί δεν έχει αναπτύξει καθόλου εκφραστικό-προφορικό λόγο, ενώ δεν παρουσιάζει πρόβλημα στην ακοή, δεν έχει εντοπιστεί εγκεφαλική βλάβη και διαθέτει μια μέση νοημοσύνη.
• Όταν η, μέχρι το 4ο έτος φυσιολογική, διαδικασία απλοποίησης των λέξεων συνεχίζεται, με αποτέλεσμα η ομιλία των παιδιών να μη γίνεται κατανοητή. Μέχρι την είσοδο του παιδιού στο Δημοτικό σχολείο θα πρέπει και οι «αθώες» διαταραχές άρθρωσης (αντί για ρόδα, λόδα ή αντί για σοκολάτα, θοκολάτα) να έχουν αποκατασταθεί. Έχει πλέον αποδειχθεί ότι παιδιά με δυσκολίες στην άρθρωση, ανήκουν στην ομάδα των παιδιών που μπορεί να αναπτύξουν δυσκολίες στην κατάκτηση της δεξιότητας της ανάγνωσης.
• Όταν το παιδί παρουσιάζει διαταραχές άρθρωσης που οφείλονται σε οργανικό παράγοντα των περιφερειακών οργάνων ομιλίας (σχιστίες χειλιών και υπερώας, ανωμαλίες στη σύγκληση των δοντιών, αγκυλογλωσσίες και ρινολαλία).
• Όταν παρατηρούμε ότι το παιδί δεν διαθέτει επαρκές λεξιλόγιο, χρησιμοποιεί στερεότυπες εκφράσεις, δεν μπορεί να βρει τη σωστή λέξη, χρησιμοποιεί υπεργενικεύσεις (π.χ. για όλα τα τροχοφόρα τη λέξη αυτοκίνητο), δυσκολεύεται στην περιγραφή και στις λογικές συσχετίσεις και δεν ολοκληρώνει τις προτάσεις του.
• Όταν το παιδί κατά την αφήγηση παραλείπει λέξεις, κυρίως άρθρα, προθέσεις και συνδέσμους. Παρουσιάζει δυσκολίες στην κλίση των ονομάτων και των ρημάτων και στο σχηματισμό και χρήση του πληθυντικού. Τοποθετεί λάθος τα μέρη μιας πρότασης και δεν υπάρχει συμφωνία υποκειμένου -ρήματος. Αυτές οι δυσκολίες εμφανίζονται πιο συχνά σε συνδυασμό με τις δυσκολίες στο φωνολογικό και στο λεξιλογικό επίπεδο, σαν αποτέλεσμα μιας γενικότερης καθυστέρησης της εξέλιξης του λόγου. Επίσης, μπορεί να συνοδεύονται από δυσκολίες μνήμης και ανάκλησης πληροφοριών, καθώς και από δυσκολίες επίλυσης προβλημάτων.
• Όταν εμφανίζονται συμπτώματα τραυλισμού (μπλοκαρίσματα της φώνησης ή επαναλήψεις συλλαβών ή και λέξεων) τα οποία διαταράσσουν τη ροή της ομιλίας.
• Όταν το παιδί από νωρίς δεν εκτελεί εντολές, δεν ανταποκρίνεται στο κάλεσμα με το όνομα του, δεν έχει βλεμματική (οπτική) επαφή, χρησιμοποιεί ακατάληπτο λόγο που δεν απευθύνεται σε άλλο πρόσωπο και παρουσιάζει επαναλαμβανόμενες κινήσεις.
• Όταν έχει ήδη διαγνωσθεί πρόβλημα ακοής ή νοητική καθυστέρηση.
• Όταν το παιδί, μετά την είσοδο του στο Δημοτικό σχολείο, παρουσιάζει σημαντικές δυσκολίες στην εκμάθηση της γραφής και της ανάγνωσης.
Ο ρόλος του λογοθεραπευτή είναι σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις η διάγνωση της δυσκολίας, η ενημέρωση και η υποστήριξη των γονιών, η εφαρμογή και η αξιολόγηση του θεραπευτικού προγράμματος, η παραπομπή σε άλλους ειδικούς (παιδίατρους, ωτορινολαρυγγολόγους, παιδοψυχίατρους, ψυχολόγους, εργοθεραπευτές κα.), όταν αυτό είναι απαραίτητο, και η συνεργασία μαζί τους και με τους εκπαιδευτικούς.
Ανάλογα τώρα με τη βαρύτητα της διαταραχής και με τη σύμφωνη γνώμη των γονιών, το παιδί μπορεί να ξεκινήσει ένα θεραπευτικό πρόγραμμα προσαρμοσμένο στις ατομικές ιδιαιτερότητες του ή να είναι αρκετή μια συνάντηση συμβουλευτικού χαρακτήρα, η οποία θα καθοδηγήσει τους γονείς και θα καθορίσει τη συνέχιση της συνεργασίας.
Η έγκαιρη αναγνώριση και αποκατάσταση των δυσκολιών στην ανάπτυξη του λόγου στην προσχολική ηλικία θεωρούνται πλέον ουσιώδους σημασίας, αφού επηρεάζουν σημαντικά τη μαθησιακή ικανότητα και έχουν επιπτώσεις, μέσω των δευτερογενών διαταραχών (προβλήματα συμπεριφοράς και επικοινωνίας) στην ψυχική υγεία του παιδιού.
Πηγή:
www.mammycool.gr