Σε πανδημία θα εξελιχθεί η οστεοπόρωση εάν τα σημερινά παιδιά δεν αλλάξουν τρόπο ζωής, επισημαίνουν οι ειδικοί με αφορμή την 20η Οκτωβρίου, Παγκόσμια Ημέρα Οστεοπόρωσης.
Σήμερα οι συνθήκες διαβίωσης των παιδιών είναι άκρως επιβαρυντικές για την εμφάνιση οστεοπόρωσης μελλοντικά, καθώς η πρόσληψη ασβεστίου δεν είναι επαρκής λόγω της υπερκατανάλωσης αναψυκτικών και πρόχειρου φαγητού ενώ παράγοντας κινδύνου θεωρείται και η καθιστική ζωή.
Ο σκελετός κτίζεται κατά τη παιδική ηλικία και φτάνει στη μέγιστη οστική πυκνότητα στην ηλικία των 20 ετών. Τα γονίδια καθορίζουν το 60-70% της οστικής μάζας ωστόσο το υπόλοιπο 30-40% μπορεί να τροποποιηθεί και η τυχόν απώλεια οστικής μάζας που υπάρχει κατά τη παιδική και εφηβική ηλικία είναι αναστρέψιμη με την προϋπόθεση της σωστής διατροφής, της επαρκούς πρόσληψης ασβεστίου και βιταμίνης D και της σωματικής άσκησης.
Τα παραπάνω επισήμανε στη διάρκεια συνέντευξης τύπου της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας η επιμελήτρια του Νοσοκομείου Παναγίας ενδοκρινολόγος Φωτεινή Παπαδοπούλου.
Παράλληλα ανέφερε ότι η οστεοπόρωση δεν πλήττει μόνο τις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες αλλά και τους άνδρες. Κατά την τελευταία δεκαετία διαπιστώθηκε ότι το 10-14% του πληθυσμού πάσχει από ιδιοπαθή οστεοπόρωση.
Για την πάθηση μπορεί ακόμη να ευθύνεται και η χρήση φαρμάκων όπως η κορτιζόνη, οι αναστολείς αντλίας πρωτονίων, τα αντικαταθλιπτικά κ.λπ..
Προληπτικά μέτρα θα πρέπει να παίρνουν οι γυναίκες που έχουν χειρουργηθεί για καρκίνο του μαστού και οι άντρες που έχουν χειρουργηθεί για καρκίνο του προστάτη, διότι θεωρούνται υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση οστεοπόρωσης.
Ένας νέος παράγοντας, που αναμένεται να φέρει επανάσταση στην αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης είναι το αντίσωμα έναντι της σκληροστίνης. Η σκληροστίνη, όπως ανέφερε ο επιμελητής του Ενδοκρινολογικού Τμήματος του 424 ΓΣΝΕ Αθανάσιος Αναστασιλάκης, είναι μια πρωτεΐνη, που παράγεται από τα οστεοκύτταρα και καταστέλλει τους οστεοβλάστες δηλαδή τα κύτταρα που παράγουν νέο οστό.
«Το αντίσωμα έναντι της σκληροστίνης την δεσμεύει αποτρέποντας την καταστολή των οστεοβλαστών, οι οποίοι παράγουν συνεχώς νέο οστό», εξήγησε ο κ.Αναστασιλάκης.
Σύμφωνα με στοιχεία μελέτης φάσης Ι σε υγιείς άνδρες και μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο στο Journal of Bone and Mineral Research, μια μόνο υποδόρια ένεση του παράγοντα αυτού αύξησε την οστική πυκνότητα στη σπονδυλική στήλη κατά 5,3% και στο ισχίο κατά 2,8% σε μόλις 3 μήνες.
Επιπλέον σε μελέτη, που δημοσιεύθηκε το Μάιο του 2010 στο ίδιο έντυπο, φαίνεται ότι η χορήγηση του αντισώματος σκληροστίνης σε ποντίκια συνοδεύτηκε από αυξημένη ικανότητα επούλωσης τραυμάτων των οστών κατά 30%.
«Το εύρημα αυτό, εφόσον επιβεβαιωθεί και στους ανθρώπους, αναμένεται να βοηθήσει την επούλωση των καταγμάτων και να μειώσει τον απαιτούμενο χρόνο ανάρρωσης. Μεγαλύτερες μελέτες με τον ίδιο παράγοντα, που θα αποδείξουν την αποτελεσματικότητα και την ασφάλειά του για μεγαλύτερο διάστημα χορήγησης είναι ήδη υπό εξέλιξη», πρόσθεσε ο κ.Αναστασιλάκης.
Ένα νέο φάρμακο, της κατηγορίας των διφωσφονικών, με δραστική ουσία το denosumab, έχει ήδη εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Φαρμάκων και αναμένεται να τιμολογηθεί και να κυκλοφορήσει σε λίγους μήνες στη χώρα μας.
«Κλινικές μελέτες έχουν δείξει ταχεία και σημαντική ανταπόκριση των ασθενών στον νέο αυτό παράγοντα, με μείωση των καταγμάτων στους σπονδύλους κατά 68% και στο ισχίο κατά 40%. Ωστόσο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον υπάρχει και για την εύρεση και χρησιμοποίηση παραγόντων, που διεγείρουν τους οστεοβλάστες, ώστε να σχηματίσουν νέο οστό. Ο μοναδικός τέτοιος παράγοντας σήμερα είναι η τεριπαρατίδη ή συνθετική παραθορμόνη που χορηγείται με καθημερινή υποδόρια ένεση» ανέφερε ο κ.Αναστασιλάκης.
Να σημειωθεί ότι ο ανθρώπινος σκελετός σε όλη τη διάρκεια της ζωής υπόκειται σε μια αέναη διεργασία ανανέωσης, με σταδιακή, τμηματική απορρόφηση του «φθαρμένου» οστού και στη συνέχεια δημιουργία στη θέση του νέου, ανθεκτικού οστού. Στόχος αυτής της διεργασίας είναι η εξασφάλιση της καλύτερης δυνατής αντοχής του σκελετού, που επιτυγχάνεται με τη συμμετοχή διάφορων ομάδων κυττάρων του: των οστεοκλαστών, που απορροφούν το παλαιό οστό, των οστεοβλαστών, που παράγουν το νέο οστό και των οστεοκυττάρων, που μέσω διαφόρων μηχανισμών συντονίζουν αυτή την προσπάθεια.
Τα περισσότερα φάρμακα, που χρησιμοποιούνται σήμερα στην προσπάθεια πρόληψης και θεραπείας της οστεοπόρωσης έχουν ως στόχο να περιορίσουν τη δράση των οστεοκλαστών. Τέτοια είναι τα διφωσφονικά, από στόματος ή ενδοφλέβια.
ΑΠΕ-ΜΠΕ