ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ
ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΕΥΡΕΘΕΙΣΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Εγώ ειμί το φως του κόσμου ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία αλλ’ έξει το φως της αληθείας.
Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Η επιστολή αύτη ευρέθη εις την αγίαν πόλιν της Ιερουσαλήμ, εις το χωρίον Γεθσημανή, επί του τάφου της υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.
Θεού θέα, θείον θαύμα.
Διήγησις του μεγάλου και φρικτού μυστηρίου, ό εγένετο εις την αγίαν πόλιν της Ιερουσαλήμ εις την εκκλησίαν Σιών. Ήτο ημέρα Τετάρτη ότε λίθος έπεσεν εκ του Ουρανού, και ήτο αυτός ο λίθος μικρός είχε δε μέσα γράμματα θεϊκά και ουδείς ηδύνατο να τον σαλεύση.
Τότε ο αγιώτατος Πατριάρχης των Ιεροσολύμων Ιωαννίκιος εσύναξεν όλους τους αρχιερείς και ιερείς και άπαντας τους Χριστιανούς και έκαμαν δέησιν προς τον Θεόν επί τρία ημερόνυκτα γονυκλινώς και με θερμά δάκρυα παρακαλούντες τον παντοδύναμον Κύριον. Και ηκούσθη φωνή εκ’ του Ουρανού λέγουσα. «Επάρατέ την αυτήν την πέτραν και ίδετε τα γεγραμμένα άγια λόγια.» Και ούτως έλεγον αυτά:
Όσοι επίστευσαν τω αγίω ονόματί μου και έγιναν Χριστιανοί, πέμπω αυτήν την αγίαν μου επιστολήν. Εις τον κόσμον αυτόν αφήκα το Ευαγγέλιόν μου και τα βιβλία της Εκκλησίας μου, δια να σας διδάσκουν να φυλάξετε τας εντολάς μου νύκτα και ημέραν, και εσείς, ώ ανόητοι, τας καταπατείτε. Δια τούτο θέλω αποστρέψη το πρόσωπόν μου και δεν θέλω πλέον να σας λυπηθώ.
Εγώ σας έστειλα βάρβαρα έθνη και σας εμαστίγωσαν και σας επήραν τον βίον σας και εσείς δεν μετανοήσατε δια να σας λυπηθώ και να σας λυτρώσω.
Ίδετε και στοχασθήτε άνθρωποι μικροί και μεγάλοι, ότι εάν την αγίαν μου Κυριακήν όπου εις αυτήν ανεστήθην, δεν φυλάξητε, θέλω ανοίξη τους καταρράκτας του ουρανού και θα βρέξω αίμα με φωτιάν να σας κατακαύσω. Αφρόντιστοι! Δεν στοχάζεσθε, ότι την αγίαν μου Κυριακήν ανέστησα τον πρωτόπλαστον Αδάμ μαζί με την Εύαν και τους έβαλα εις τον Παράδεισον από τον κατηραμένον τόπον της Κολάσεως, όπου τόσους αιώνας ήσαν κλεισμένοι και εχάρισα τον παράδεισον εις αυτούς και εις εσάς, δια να ευφραίνησθε αιωνίως μετ’ εμού εις την βασιλείαν μου. Και σεις αφρονέστατοι και ανόητοι και φθονεροί με την καρδίαν, αυτήν την ημέρα την καταπατείτε με τα παμμίαρα έργα σας. Στοχασθήτε αφρονέστατοι, ότι θέλω κλείση τον ουρανόν να μη βρέξη πλέον και την γην να μην βλαστήση χορτάρι, ούτε γεννήματα, ώστε να σπείρετε και να μη θερίζετε, διότι διάγετε προς με κακώς και διεστραμμένως. Και εγώ θέλω φερθή προς εσάς με οργήν, θυμόν και αγανάκτησιν. Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσιν. Εγώ σας έστειλα σημεία χειμώνας κακούς και χιόνας, ακρίδας, ανέμους και αστραπάς φοβεράς, θανατικά, λοιμούς, σεισμούς φοβερούς, και σεις ως λίθοι αναίσθητοι δεν μετανοήσατε, ίνα εις πίστην έλθη η φθονερά σας καρδία και να αφήσετε τα κακά σας θελήματα.
Την αγίαν μου Κυριακήν και τας μεγάλας μου εορτάς τας καταπατείτε με τα πονηρά σας έργα, υιοί διαβόλου και κληρονόμοι της αιωνίου κολάσεως και όχι της βασιλείας μου. Καταπατείτε τα θεία μου προστάγματα, το θείον Ευαγγέλιον και την αγία μου Εκκλησίαν. Εγώ ηυλόγησα την γην να δώση σίτον, οίνον, έλαιον και παν αγαθόν, και εχορτάσατε, και επροκόψατε, και σεις εστάθητε σαν διάβολοι και αχάριστοι ωσάν τον Ιούδαν σιμά εις εμέ, από τα κακά σας έργα και τας ανομίας σας τας παρανόμους. Εβουλήθην όμως να σας αφανήσω, αλλά δια των παρακλήσεων της αγίας και υπεραγίας Μητρός μου και πάντων των αγίων μου σας ευσπλαχνίσθην, και δια πρεσβειών της πανταχράντου Μητρός μου και των αγίων Αποστόλων και προφητών και μαρτύρων και οσίων και δικαίων, δεν σας ετιμώρησα δια τας βδελυράς πράξεις σας. Τι αγαθόν επράξατε δια να αρέσητε της βασιλείας μου; Πτωχούς, ορφανούς, χήρας και παιδιά ανήλικα, όπου φωνάζουν πίσω σας, δεν εχορτάσατε ούτε εκυβερνήσατε δια να σας λυπηθώ και εγώ και σας συγχωρήσω τας αμαρτίας σας.
Δεν βλέπετε τα αλλόφυλα έθνη, όπου νόμον δεν έχουν και νόμον πράττουν. Εγώ σας έδωκα αρχιερείς και ιερείς δίδων αυτοίς εξουσίαν του δεσμείν και λύειν. Δεν βλέπετε αναίσθητοι, τι μέγα μυστήριον είναι ο αφορισμός; Όποιος σταθή αφωρισμένος δεν δύναται το σώμα του η γη να διαλύση, ούτε η ψυχή του έχει ανάπαυσιν εις το αιώνιον πυρ της κολάσεως, έως ου να τον συγχωρήση ο ιερεύς, όστις τον αφώρισεν. Αν δέ ευρίσκεται αποθαμμένος, πρέπει ο αρχιερεύς να του δώση την συγχώρησιν και ούτω δύναται να λυθή το σώμα του και να ευρεθή συγχωρημένος εις τον αιώνα τον μέλλοντα. Ενώ σας έδωκα Νόμον άγιον δια μέσου του προφήτου Μωϋσέως επί του όρους Σινά, και εις τους έσχατους καιρούς ήλθον και εσαρκώθην εις την γην εκ της αγίας Μητρός μου και αειπαρθένου Μαρίας και τον παλαιόν νόμον πληρώσας, άφηκα προς υμάς το ιερόν Ευαγγέλιόν μου, το οποίον είναι η Καινή Διαθήκη μου. Τα όσα έκανα δι’ εσάς το ανθρώπινο γένος, σεις όλα τα καταπατήσατε με τας κατηραμένας βλασφημίας σας, βλασφημούντες και καταπατούντες τον Σταυρόν Μου και τα φρικτά πάθη, άτινα υπέφερα επί τον του Κρανίου τόπον. Δια την ιδικήν σας αγάπην, προσέτι υπέφερα εμπτυσμούς και κολαφισμούς. Δι’ εσάς ερραπίσθην, δι’ εσάς εφόρεσα την κόκκινην χλαμύδα, την οποίαν μου εφόρεσαν δι’ εμπαιγμόν και εβάσταξα τον κάλαμον ανά χείρας και με τόσους εμπτυσμούς και ονειδισμούς ωνομάσθην ψευδής βασιλεύς των Ιουδαίων, δια την ιδικήν σας σωτηρίαν.
Δι’ εσάς εβάσταξα τον σταυρόν εις τους ώμους μου και εσύρθην εις τον του Κρανίου τόπον, δι’ εσάς ετελείωσα την ζωήν επάνω εις τον σταυρόν με τόσας πληγάς, χύνων το πανάγιον αίμα μου, δια να ξεπλύνω τας αμαρτίας σας και δια να σας χαρίσω την ουράνιον βασιλείαν μου, όπου είσθε εξωρισμένοι δια την παράβασιν του πρωτοπλάστου Αδάμ. Δι’ εσάς εφόρεσα τον ακάνθινον στέφανον, κατατρυπών την αγίαν μου κορυφήν, δια να σας στεφανώσω και να σας κάμω διαδόχους της βασιλείας μου. Δι’ εσάς ηνοίχθη η αγίαν μου πλευρά υφ’ ενός των στρατιωτών και εξήλθεν αίμα και ύδωρ, δια να δείξω ότι το ύδωρ είναι το βάπτισμα και το αίμα είναι η αγία κοινωνία όπου χωρίς αυτά τα δύο μυστήρια δεν δύναται να ιδή τις την βασιλείαν του Πατρός μου του επουράνιου. Αλλά σεις δι’ ανταμοιβήν των θείων ευεργεσιών μου, υβρίζετε και καταπατείτε τον σταυρόν και τα πάθη μου.
Ίδετε άνθρωποι, και στοχασθήτε εκ των βιβλίων της Εκκλησίας μου, ότι την αγίαν μου Κυριακήν, την οποίαν καταπατείτε με τα άνομα έργα σας, εις αυτήν την αγίαν ημέραν μέλλω να τελειώσω την δευτέραν μου παρουσίαν και να τελειώσω τον κόσμον, ν’ αποδώσω του καθ’ ενός κατά τα έργα που έπραξεν. Και όσοι εβάσταξαν τας εντολάς μου και εποίησαν τα προστάγματά μου θέλουν λάμψη ώσπερ τον ήλιον, και θα ακούσουν την μακαρίαν εκείνην φωνήν το «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην βασιλείαν από καταβολής κόσμου», και οι αμαρτωλοί θ’ ακούσουν την φρικτήν μου απόφασιν «Πορεύεσθε οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού. Πορεύεσθε εις το πυρ το αιώνιον, εις το σκότος το εξώτερον, εις την γέενναν του πυρός ομού με τον πατέρα σας τον διάβολον. Δι’ αυτόν εδουλεύατε, δι’ αυτόν εκοπιάζατε εις την ζωήν σας και αυτόν απολαύσετε.»
Υπάγετε καταλαληταί, υπάγετε καταδόται, υπάγετε επίορκοι, όπου δι’ ολίγον χάρισμα, ή και εκ πάθους κινούμενοι ομνύετε παρανόμως το Ευαγγέλιόν μου και καταστρέφετε τον πλησίον σας με την ψευδήν σας μαρτυρίαν, όπου πολλάκις επήρατε αθώους εις τον λαιμόν σας, και εξολοθρεύσατε παιδιά και οικογενείας, και εχαλάσατε από τας όψεις της φύσεως δια το πείσμα σας, δια τα τέλη σας και δια τον παράνομον φθόνον σας.
Υπάγετε τώρα να κατακαίηται ο λάρυγγάς σας από το πυρ το άσβεστον εις τον αιώνα τον άπαντα, μαζί με τον πατέρα σας τον διάβολον.
Υπάγετε αντίδικοι, οίτινες δεν εφροντίσατε δια να αρέσητε εις εμένα, όστις σας έπλασα και σας έδωσα τα μάτια και τα επίγεια αγαθά μου να χαίρησθε, αλλά εφροντίσατε να αρέσετε του πατρός σας του διαβόλου, διο και τα έργα του εποιήσατε. Υπάγετε αχάριστοι και αχόρταγοι, όπου δια Θεόν την κοιλίαν σας προσκυνάτε και λατρεύετε μη βαστώντες τας τεσσαρακοστάς αλλά καταλύετε κρέας και οψάριον, μη βαστώντες τας Τετάρτας και τας Παρασκευάς, αλλά καταλύετε και κρέας και οψάριον και ότι άλλο σας εδίδασκεν ο διάβολος δια να του αρέσετε. Δεν στοχάζεσθε, ότι την Τετάρτη παρεδόθην εις τας χείρας των Ιουδαίων δια την σωτηρίαν σας, και την αγίαν ημέραν της Παρασκευής ετελεύτησα την ζωήν μου επάνω εις το ξύλον του Σταυρού χύνων το αίμα μου δια να σας ξεπλύνω από τον βόρβορον της αμαρτίας και να σας χαρίσω την βασιλείαν μου, όπου δι’ εσάς εσταυρώθην. Και εσείς την αγίαν αυτήν ημέραν της Παρασκευής καταλύετε κρέας και οψάριον, ωσάν άγριοι χοίροι και ουχί ωσάν άνθρωποι χριστιανοί. Ίδετε και στοχασθήτε από τα βιβλία της Εκκλησίας μου ότι την ημέρα της Παρασκευής όπου εσταυρώθην, όλη η Οικουμένη γνωρίζουσά με δια ποιητήν και πλάστην ετρόμαξεν. Ο ήλιος εσκοτίσθη και η γη εσείσθη, το καταπέτασμα του ναού εις το μέσον εσχίσθη, τα μνημεία ανεώχθησαν, οι νεκροί εσηκώθησαν από τα μνημεία, γνωρίζοντές με δια Θεόν και Σωτήρα του κόσμου.
Και σεις εις αυτήν την αγίαν ημέραν πράττετε τα άνομα έργα σας. Κατηραμένος και αφωρισμένος και ασυγχώρητος ο λάρυγγας όπου καταλύει την Τετάρτην και την Παρασκευήν κρέας και οψάριον άνευ σωματικών ασθενειών. Στοχασθήτε ότι θέλω ανοίξη τους καταρράκτας του Ουρανού, να βρέξω ύδωρ κοχλάτο εις τας δέκα Φεβρουαρίου και κανείς δεν θα ηξεύρη, και θέλω βρέξη εις την ογδόην Απριλίου αίμα και πυρ να κατακαύσω τας αμπέλους σας, και τα χωράφια και τα χόρτα, και θέλω ρίψη θηρία πτερωτά και ανήμερα να σας καταφάγουν, και να φωνάζετε ο εις εις τον άλλον «εβγάτε εσείς οι αποθαμένοι να έμβωμεν ημείς οι ζωντανοί, διότι δεν ημπορούμεν πλέον να υποφέρωμεν την οργήν και τον θυμόν του παντοκράτορος Θεού». Και πάλιν, λέγω, θα πέμψω σκότος αστραπάς και βροντάς, να σας κατακαύσω και να μη σας λυπηθώ. Αλλοίμονο εις σας, τι απολογίαν έχετε να μοι δώσετε την ημέραν της κρίσεως. Την ώρα εκείνην θέλει τρέμη ο ουρανός και η γη, αλλοίμονον εις εκείνους που έπραξαν έργα του διαβόλου. Ίδετε άνθρωποι, να απέχητε των αμαρτιών, από την υπερηφάνειαν, τον φθόνον, την πονηρίαν, την μοιχείαν, την κλοπήν, που κλέπτετε ο ένας τον άλλον. Εάν αυτά δεν αφήσετε, θέλετε ιδή τα φοβερά μου σημεία και θα τρομάξετε από την οργήν μου, ότε ο ουρανός θέλει τρέμη και η γη θα σείεται, ο ήλιος θα σβύση, η σελήνη και τα άστρα θα πέσουν, η θάλασσα θα βρωμήσει τα πηγάδια θα ξηραθούν, και σεις θα τρέμητε ως τα φύλλα του δένδρου, και ανάπαυσιν ποσώς δεν θα έχητε. Αλλοίμονον εις εκείνους όπου βλασφημούν το όνομά μου με την βρωμεράν των γλώσσαν, καταπατούντες τον Σταυρόν. Θέλουν ιδή τον Σταυρόν την ημέραν της κρίσεως να έρχηται μετά των ουρανίων ταγμάτων επί των νεφελών του ουρανού μετά δόξης και θα τρομάξουν από τον φόβον των. Τότε θέλει τους σύρη ο ποταμός ο πύρινος, εκεί έσται ο κλαθμός και ο βρυγμός των οδόντων. Αλλοίμονον εις εκείνον τον ιερέα όστις δεν διδάσκει τον λόγον του Ευαγγελίου κάθε Κυριακήν. Θέλει δώση φρικτήν απολογίαν δια το ποίμνιόν του την ημέραν της κρίσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και Σωτήρος ημών Θεού. Και πάλιν λέγω δια την αγίαν επιστολήν, ότι δεν εγράφη από χέρι ανθρώπου, αλλ’ από τον πατέρα μου τον επουράνιον. Και όποιος άνθρωπος ευρεθή να φλυαρήση δια την αγίαν μου επιστολήν και να ειπή ότι είναι από χέρι ανθρώπου, να είναι επικατάρατος και η ψυχή του να είναι με την του Ιούδα του προδότου και να κληρονομήση το ανάθεμα των Σοδόμων και Γομόρων και να βασανίζεται εις το πυρ το αιώνιον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού. Και πάλιν λέγω ότι όποιος δεν δεχθεί την αγίαν μου επιστολήν με όλην του την καρδίαν, να κληρονομήση την γέεναν του πυρός την άσβεστην, επειδή δεν επίστευσεν εις την επιστολήν του ποιητού του ουρανού και της γης, αλλ’ είπεν ότι δεν είναι από τον πατέρα μου γεγραμμένη. Και πάλιν λέγω, ότι όποιος υβρίζει τον ιερέα του Θεού του Υψίστου, και δεν τον αγαπά και δεν τον ευλαβείται ως πανάγιον του Θεού υπηρέτην, όπου το άγιον Πνεύμα κατέβη εις την κεφαλήν του, θέλει δώση μεγάλην απολογίαν του Θεού εις την ώρα της κρίσεως.
Ευλογημένος να είναι ο Χριστιανός εκείνος από τον Πατέρα μου, όπου πάρη την αγίαν μου επιστολήν με όλην του την προθυμίαν και την διαβάζει εις τον οίκον του. Και αν έχη αμαρτίας ωσάν τας τρίχας της κεφαλής του και ωσάν τα φύλλα του δένδρου, όλαι συγχωρούνται και λειώνουν. Συγχωρεί και ευλογεί ο Θεός τον οίκον του και τα έργα του και όλα τα αγαθά του. Και πάλιν λέγω, ότι όστις θρέψη πεινασμένον και ενδύση γυμνόν, και δεχθή ξένον εις την οικίαν του και του δώση ελεημοσύνην, θέλουν πληθύνη τα αγαθά του και θέλω τον ευλογήση ωσάν τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Και πάλιν λέγω, αλλοίμονον εις εκείνους τους γονείς όπου δεν ορμηνεύουν τα τέκνα των και δεν τα παρακινούν να πηγαίνουν εις την αγίαν Εκκλησίαν. Καλλίτερον να μη τα γεννούσαν, διότι θέλουν δώση φρικτήν απολογίαν εις τον φοβερόν κριτήν την ημέραν της κρίσεως.
Δια τούτο εγώ ο αμαρτωλός του Χριστού Πατριάρχης Ιωαννίκιος, σας παρακαλώ αγαπητά τέκνα μου, χάρις υμίν και ειρήνη από Θεού Πατρός, Κυρίου δε ημών Ιησού και σας δίδω την ευλογίαν, παρακαλώ σας με όλους τους αρχιερείς όπου εξήγησαν την αγίαν ταύτην επιστολήν και την έστειλαν εις τον κόσμον, όπως την δεχθήτε μετά πάσης προθυμίας. Και ευλογημένος ο άνθρωπος, όστις την έχει εις την οικίαν του. Δεν θέλει του συμβεί ποτέ ουδέν κακόν, ούτε θέλει του εγγίση ο διάβολος τα πράγματά του, και εις την αιώνιον βασιλείαν τού συγχωρή ο Θεός τας αμαρτίας του, και τον δέχεται εις την βασιλείαν του. Εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.