Δημοτικό Θέατρο Πειραιά «Εισιτήριο» στο εργοτάξιο
Το αρχιτεκτονικό κόσμημα του Λαζαρίμου, κλειστό από το σεισμό του '81, προετοιμάζεται πυρετωδώς για την επόμενη, αντάξια της ιστορίας του, πρεμιέραΤης Νατάσας Σινιώρη
Φωτο: Σπύρος Δεληβοριάς
Mπαίνοντας σήμερα στο θέατρο των 9.300 τ.μ., προσπαθώ να το φανταστώ πλημμυρισμένο από θεατρόφιλους που κατέφθαναν στον Πειραιά από όλες τις γωνιές της Ελλάδας για να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις που άφησαν εποχή. Δύσκολο. Βρίσκομαι μέσα σε ένα εργοτάξιο. Οι εργασίες «τρέχουν» πλέον με γρήγορους ρυθμούς. Περπατώ μέσα στη σκόνη και στις λάσπες, στα αιωρούμενα καλώδια και στα σίδερα, προσέχοντας τα βήματά μου. Ενα στραβοπάτημα αρκεί για να βρεθώ στο κενό.
Οι μηχανικοί, αρχιτέκτονες, συντηρητές, όσοι εμπλέκονται στο έργο, με «όπλα τους» λίγες φωτογραφίες της εποχής, πληροφορίες από εφημερίδες του τότε και όσα αποκάλυψε η «αποκαθήλωση» των στρωμάτων διακόσμησης, συνεχίζουν ακάθεκτοι την προσπάθεια αναστήλωσης, η οποία πραγματοποιείται από τη Διεύθυνση Αναστήλωσης Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού.
Το Δημοτικό Θέατρο -σήμα κατατεθέν της πόλης του Πειραιά- θεωρείται σήμερα ένα από τα πιο αξιόλογα δείγματα της δημόσιας αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Εργο του αρχιτέκτονα Ιωάννη Λαζαρίμου, θεμελιώθηκε το 1884 από τον δήμαρχο Αριστείδη Σκυλίτση Ομηρίδη και εγκαινιάστηκε έντεκα χρόνια αργότερα, το 1895. Στην πλατεία, στα θεωρεία και στους εξώστες χωρούσαν 1.300 - 1.500 θεατές.
Ο αρχιτέκτονας έδωσε στο έργο του καθαρούς όγκους με δύο κυρίαρχα στοιχεία, το επιβλητικό πρόπυλο της εισόδου και την αετωματική στέγη, καθώς και επιμέρους στοιχεία, όπως είναι οι ψευδοπαραστάδες με τα κορινθιακά επίκρανα στους ορόφους. Κάνω μια βόλτα και, υπό τους ήχους ενός τρανζίστορ που κρατάει συντροφιά στους εργάτες και των θορύβων από τις εργασίες, θαυμάζω όσες διακοσμητικές οροφογραφίες δεν είναι καλυμμένες με πανιά.
Η αρχιτεκτονική αξία του θεάτρου έχει αναγνωριστεί ήδη από το 1980 όταν ορίστηκε προστευόμενο μνημείο «ως έργο τέχνης». Από το 1981 παραμένει κλειστό καθώς μετά το σεισμό κηρύχθηκε ετοιμόρροπο. Εγιναν οι απαραίτητες εργασίες υποστύλωσης για να μην καταρρεύσει και ουσιαστικά η αποκατάσταση άρχισε το 2008 και προβλέπεται να ολοκληρωθεί στις αρχές του 2011.
Η σκηνή - επίτευγμα της τεχνολογίαςΣκέφτομαι ότι στους διαδρόμους αυτούς περπάτησαν κάποτε μεγάλοι σκηνοθέτες, όπως ο Ροντήρης, ο Κουν, ο Σολομός, ο Καραντινός και ο Μιχαηλίδης και στη σκηνή του -τεχνολογικό επίτευγμα της εποχής- ενσάρκωσαν μοναδικούς ρόλους ηθοποιοί όπως ο Μάνος Κατράκης και ο Αλέκος Αλεξανδράκης. «Η σκηνή, πλάτους 12 μέτρων και βάθους 18 μ., είναι κάτι τι έκτακτον δι' ελληνικόν θέατρον», έγραφε η Νέα Εφημερίς τις μέρες των εγκαινίων (15/3/1895). «Το δάπεδον ταύτης είναι άπαν κινητόν, παρέχον ευκολίας και διά τα πολυπλοκότερα των θεαματικών έργων..... Διά των ποικίλων άνωθεν και κάτωθεν μηχανημάτων δύναται μετά καταπληκτικής ευχερείας να εκτελώνται παντός είδους εναέριοι και υποχθόνιοι εμφανίσεις».
«Εχει διασωθεί περίπου το 60% των μηχανισμών της σκηνής», επισημαίνει ο αρχιτέκτονας κ. Μάριος Μιχαηλίδης που μας ξεναγεί. «Σκοπός μας είναι να τη διατηρήσουμε αποκαθιστώντας τα φθαρμένα τμήματά της. Ο μηχανολογικός εξοπλισμός που βρέθηκε διατηρείται και ανακατασκευάζεται. Θα είναι το μοναδικό θέατρο στην Ελλάδα, ακόμα και στα Βαλκάνια, το οποίο θα έχει αναφορές στον 19ο αιώνα και θα μπορεί να φιλοξενεί παραστάσεις της εποχής».
Τι έχει εντυπωσιάσει περισσότερο την ομάδα των ανθρώπων που ασχολούνται με το δύσκολο αυτό έργο της αναστήλωσης; Η ποιότητα της ξυλείας που έχει χρησιμοποιηθεί. Ο γνωστός σκηνοθέτης όπερας, σκηνογράφος και σχεδιαστής θεάτρων Νίκος Πετρόπουλος, ο οποίος έχει σχεδιάσει και τους καινούργιους μηχανισμούς, εξηγεί: «Αν και το θέατρο βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, φαίνεται να μην το έχει επηρεάσει η υγρασία. Είναι εκπληκτικό. Οι μηχανισμοί, τα τεράστια ταμπούρα και οι ξύλινοι τροχοί, όλα έχουν παραμείνει άθικτα. Δεν έχουν προσβληθεί από τις γνωστές ασθένειες του ξύλου. Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο».
Οι προτάσεις του για να γίνει το θέατρο ένα ευρύτερο μορφωτικό κέντρο, και μάλιστα πρότυπο, είναι πολλές. «Η σκηνή είναι ένα πολυεργαλείο. Ο μηχανισμός θα μπορούσε να ενταχθεί σε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα έτσι ώστε να διοργανώνονται μικρές αναπαραστάσεις ανεβασμάτων μπαρόκ: να κινούνται τα σκηνικά, να υπάρχουν κούκλες με κοστούμια, να ακούγεται μουσική και μέσα από οθόνες οι θεατές να παρακολουθούν τη λειτουργία των μηχανισμών υποσκηνίου σε πραγματικό χρόνο. Πρόκειται για το μοναδικό θέατρο στην Ελλάδα -και ένα από τα ελάχιστα δείγματα τα οποία διασώζονται στην Ευρώπη- με μηχανισμούς θεάτρου μπαρόκ. Και μου κάνει εντύπωση που την εποχή εκείνη στον Πειραιά, σε μια Ελλάδα όπου ακόμα δεν υπήρχε το Εθνικό Θέατρο, είχαν φτάσει σε ένα τέτοιο επίπεδο τεχνολογίας!»
«Γνώρισα το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά από το δημοτικό, ως μαθητής των Σχολών Αυγέρη, στην Αγιά Σοφιά του Πειραιά, όταν μας πήγαιναν να δούμε κουκλοθέατρο, έξι ή επτά χρονών», γράφει στο βιβλίο του «Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, Θέατρο και Πόλη» ο ιστορικός τέχνης Νίκος Αξαρλής. «Ηταν κάτι το μεθυστικό. Ονειρώδες. Μεγαλειώδες».
Πηγή: Περιοδικό «Κ»