ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ
ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΟΒΡΥΤΟΣ ΑΥΤΗΣ ΕΙΚΩΝἩ ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννης μὲ τὴν θαυματουργὸ εἰκόνα της βρίσκεται στὸν προσφυγικὸ συνοικισμὸ Αἰγίου. Ἐπὶ τῆς Λεωφόρου Νικολάου Πλαστήρα, Αἴγιον. Ἑορτάζει τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο. Στὶς 25 Ἰουλίου, τὴν Κοίμησι τῆς Ἁγίας Ἄννης, ποὺ γίνεται τὸ μεγάλο πανηγύρι της· στὶς 9 Σεπτεμβρίου, τὴν Σύναξι Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννης· στὶς 9 Δεκεμβρίου τὴν Σύλληψί της.
«Ἁγία Ἄννα, εὐλογημένη, κι ἀπὸ τοὺς Ἁγίους πιὸ δοξασμένη.
Ἤθελα νἆχα φωνὴ Ἀγγέλων καὶ τὴν λαλιὰ τῶν Ἀρχαγγέλων.
Γιὰ νὰ σοῦ ψάλλω στὴν ἑορτή σου, μικροὶ μεγάλοι νὰ σὲ τιμήσουν.
Ποιὰ ἔχει χάρι σὰν τὴν δική σου νἄχης τὸ μέσον τοῦ Παραδείσου;
Ποιὰ ἔχει χάρι σὰν τὴν δική σου, ἡ Παναγία νὰ εἶναι παιδί σου;
Ἁγία Ἄννα πάντα σκέπαζέ μας ἀπ᾿ τὰ οὐράνια.»
Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ
Ἄννα, ἡ κατὰ σάρκα γενομένη προμήτωρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατήγετο ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Δαυΐδ, θυγάτηρ Ματθὰν τοῦ ἱερέως καὶ Μαρίας τῆς γυναικός του. Ὁ Ματθὰν ἱεράτευε κατὰ τοὺς χρόνους Κλεοπάτρας καὶ Σαπώρου βασιλέως Περσῶν, πρὸ τοῦ Ἡρῴδου τοῦ υἱοῦ Ἀντιπάτρου, ἔχων τρεῖς θυγατέρας, Μαρίαν, Σοβὴν καὶ Ἄνναν, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ μὲν Μαρία ὑπανδρεύθη εἰς τὴν Βηθλεέμ, καὶ ἐγέννησε Σαλώμην τὴν Μαῖαν, ἡ δὲ Σοβὴ ὑπανδρεύθη καὶ αὐτὴ εἰς τὴν Βηθλεὲμ καὶ ἐγέννησε τὴν Ἐλισάβετ, ἡ δὲ Ἄννα ὑπανδρεύθη εἰς τὴν Γαλιλαίαν καὶ ἐγέννησε Μαρίαν τὴν Θεοτόκον· ὥστε ἡ Σαλώμη, ἡ Ἐλισάβετ καὶ ἡ Θεοτόκος Μαρία εἶναι θυγατέρες μὲν τριῶν ἀδελφῶν, πρῶται δὲ ἐξαδέλφαι μεταξύ των. Ἡ Ἁγία Ἄννα λοιπόν, άφοῦ ἐγέννησε τὴν Θεοτόκον Μαρίαν, ἥτις ὑπῆρξεν ἡ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου καὶ άφοῦ ἀπεγαλάκτισεν αὐτήν, τὴν ἀφιέρωσεν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ, ὡς καθαρὸν καὶ ἄμωμον δῶρον, διανύσασα δὲ τὴν ζωήν της μὲ νηστείας, προσευχὰς καὶ ἐλεημοσύνας πρὸς τοὺς πτωχούς, ἐν εἰρήνῃ πρὸς Κύριον, ἐξεδήμησε. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῆς σύναξις καὶ ἑορτὴ εἰς τόπον καλούμενον Δεύτερον.
Σκοπὸς τῆς ἐκδόσεως τοῦ παρόντος εἶναι ἡ δόξα τῆς μητρὸς τῆς Μητρός μας, (Ἁγίας Ἄννης) ἡ ἐπανασύνδεσις μὲ τὴν Ἱστορία μας καὶ ἡ βοήθεια τῶν ἀναγκῶν τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ μας.
Ἡ δαπάνη τοῦ παρόντος κατεβλήθη ὑπὸ εὐσεβῶν ἐνοριτῶν.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΟΣ
Ἡ παλαιὰ πατρὶς τῶν Βορεινῶν κειμένη ἐπὶ τῆς Προποντίδος, ἀπέχει ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη ὀλίγα μίλια. Τὸ νησὶ αὐτὸ εἶχε πέντε χωριά. 1) Τὸ Βόρρι, 2) Τὸ Πασσαλιμάνι, 3) Τὴν Ἀλώνη, 4) Τὰ Σκουπιά καὶ 5) Τὰ Χουλιά.
Τὸ Βόρρι ἦταν μικρὸ χωριό, ἀλλὰ φιλήσυχο καὶ οἱ κάτοικοί του ἐργατικοί. Καὶ οἱ περισσότεροι καπεταναῖοι. Κατὰ τὴν ἐποχὴ δὲ τῶν εἰκονομαχιῶν μία εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννης βρέθηκε εἰς τὸ χωρίον Βόρρι μέσα σε κάτι Βάτα, προφανῶς ἦτο κρυμμένη ἐκεῖ καὶ τὴν ἀνακάλυψε μία βασιλοπούλα ἀπὸ τὴν Περσία, ποὺ ἦτο βαρειὰ ἄρρωστη, ἔπασχε ἀπὸ λέπρα καὶ εἶχε τυφλωθῆ τελείως.
Ἕνα βράδυ εἶδε ἡ βασιλοπούλα στὸν ὕπνο της μία Γυναῖκα καὶ τῆς λέγει νὰ πᾶς στὸ Βόρρι καὶ νὰ ψάξης στὰ βάτα νὰ μὲ βρῆς καὶ θὰ γίνῃς καλά. Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἁγία Ἄννα.
Τὸ πρωὶ ποὺ ξύπνησε ἡ βασιλοπούλα εἶπε τὸ ὄνειρό της εἰς τὸν πατέρα της καὶ αὐτὸς τώρα μὲ τὴν σειρά του πῆρε τὴν κόρη του καὶ ξεκίνησε εἰς ἀναζήτησιν τοῦ χωριοῦ Βόρρι, ὅπως τὸ ὠνόμασε ἡ γυναῖκα αὐτή, ὀνόματι Ἁγία Ἄννα.
Πράγματι, ἔπειτα ἀπὸ πολλοὺς κόπους καὶ ταλαιπωρίες, ρωτώντας ἔφτασε εἰς Κωνσταντινούπολη καὶ κατόπιν εἰς τὸ χωρίον Βόρρι.
Ὅταν δὲ ἔφθασαν ἐκεῖ ὤ! τοῦ θαύματος ἔπεσε ἡ λέπρα ἀπὸ τὰ μάτια τῆς βασιλοπούλας καὶ εἶδε καὶ ἀνεγνώρισε τὸ μέρος ποὺ τῆς εἶχε ὑποδείξει ἡ Ἁγία Ἄννα. Ἐρεύνησαν τότε καὶ εὑρῆκαν τὴν Ἁγία Εἰκόνα καὶ εἰς τὸν τόπον αὐτὸν ἔκτισαν Ἱερὰν Μονήν.
Ἡ δὲ βασιλοπούλα ἐδώρησε τὸ στέμμα της.
Τὸ Μοναστήρι αὐτὸ τῆς Ἁγίας Ἄννας εἶναι μέσα στὴ θάλασσα. Ἀπὸ τὶς δυὸ πλευρὲς τὸ βρέχει ἡ θάλασσα. Εἰς τὸ νοτιοανατολικὸν μέρος εἶναι ἡ πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ παραπλεύρως ὑπάρχει ἕνας μεγάλος πλάτανος καὶ λίγο πιὸ πέρα ἕνα πηγάδα, ὅπου ἔχει γλυκύτατον ὕδωρ.
Ἐπίσης μέσα στὸ Μοναστήρι ὑπάρχει ἁγίασμα ποὺ τὸ νερὸ εἶναι πολὺ γλυκό. Ἀκόμα δέ, φαίνεται τὸ βάτο ποὺ βρέθηκε ἡ εἰκὼν μέσα στὸ ἁγίασμα.
Μπροστὰ στὸ Μοναστήρι ὑπάρχει μία μεγάλη πλατεῖα τοῦ χωριοῦ, μὲ ἐξαιρετικὴ γραφικότητα. Παρουσιάζει ἐπίσης γραφικότητα ἕνα τσαρδάκι, κάτω ἀπὸ τὸ ὁποῖον λειτουργοῦσε ἕνα καφενεῖο ἀπὸ ὅπου δὲν ἔλειψαν τὰ ὄργανα καὶ ὁ χορὸς στὸ πανηγύρι της.
Εἰς τὸν τόπον αὐτὸν ἔκανε τὴν ἐμφάνισίν της ἡ Ἁγία Ἄννα, ἡ ὁποία ἑορτάζει στὶς 25 Ἰουλίου.
Ἀπὸ τὴν εὐλάβεια τῶν χριστιανῶν τὴν ἡμέρα αὐτὴ πολλοὶ προσκυνηταὶ ἀπ᾿ ὅλα τὰ χωριὰ τῆς Κυζίκου καὶ ἀπ᾿ ὅλα τὰ νησιὰ συσσωρεύονταν στὴν γιορτή της, γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὴν θαυματουργὸν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννης.
Στὸ πανηγύρι της, ἡ θάλασσα δὲν φαινότανε ἀπὸ τὰ καΐκια ποὺ ἔρχοντουσαν ἀπὸ μακρυά, καθὼς καὶ ἡ στεριὰ ἀπὸ τοὺς πεζούς, ποὺ ἔρχοντουσαν στὸ Βόρρι νὰ προσκυνήσουν τὴ χάρι της.
Ἀμέτρητοι ἦσαν οἱ ἄρρωστοι ποὺ ἔρχοντουσαν καθημερινῶς στὸ Μοναστήρι, γιὰ νὰ γιατρευτοῦν. Ἄπειροι οἱ παράλυτοι, οἱ κωφάλαλοι, οἱ τυφλοί, οἱ δαιμονισμένοι ποὺ τάχθηκαν στὴν χάρι της καὶ βρῆκαν τὴν Σωτηρία τους. Γιὰ νὰ κάνουν ἁγιασμὸ οἱ ἄρρωστοι ἔπρεπε νὰ γραφοῦν στὴν ἐπιτροπὴ γιὰ νὰ πᾶνε μὲ τὴν σειρά τους γιὰ τὸν ἁγιασμό, καὶ νὰ πάρουν τὴ θαυματουργὴ Εἰκόνα ἐπάνω τους. Χωρὶς νὰ ἐγράφοντο ἦταν δύσκολο νὰ ἔκαναν ἁγιασμὸ διότι οἱ ἄρρωστοι ἦσαν πολλοί.
Ὄχι μόνον τὰ παλαιὰ χρόνια, ἀλλὰ καὶ σήμερα ἀκόμη γίνονται πολλὰ θαύματα καὶ ἔχει σώσει πολὺ κόσμο. Ἐν συντομίᾳ, θὰ σᾶς γράψουμε μερικὰ ποὺ εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μας, καὶ ποὺ ἀκούσαμε νὰ διηγοῦνται οἱ ἴδιοι ποὺ ἔχουν γίνει καλὰ ἀπὸ τὴν Ἁγία Ἄννα.
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΤΟ ΒΟΡΡΙ
Τὸ 1900 ἡ Ἀγλαΐα Αὐγερινοῦ Βουτσᾶ τὸ γένος Ἀλεξίου Σκαμνᾶ ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Ἀρρώστησε βαρειὰ καὶ οἱ γιατροὶ δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν τί ἔχει. Τότε ἡ μητέρα της τὴν πῆγε στὸ Βόρρι, στὴν Ἁγία Ἄννα, κλείστηκαν στὸ Μοναστήρι 40 μέρες κάνοντας νηστεία καὶ προσευχή. Πρωὶ καὶ βράδυ ὁ Ἱερεὺς ἔκανε ἁγιασμοὺς καὶ διάβαζε τοὺς ξορκισμούς.
Στὸν τελευταῖο ἁγιασμὸ τὴν ἔβγαλε ἔξω καὶ τὴν πῆγε στὴν θάλασσα, ἐκεῖ ἡ Ἁγία Ἄννα βούτηξε τὴν ἄρρωστη τρεῖς φορὲς μέσα στὸ νερό, κατόπιν τὴν ἔβγαλε ἔξω, ἔκανε ἐμετὸ καὶ ἔγινε ἀπὸ τότε καλά.
Ἔζησε ἕως τώρα καλὰ καὶ πέθανε σὲ ἡλικία 95 ἐτῶν εἰς τὸ Αἴγιον.
*
* *Τὸ 1913 ἡ κυρία Γρηγορέλια ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη τῆς Μικρὸς Ἀσίας. Ἀρρώστησε ἀπὸ ψυχοπάθεια. Τὴν πῆγαν στὴν Ἁγία Ἄννα, κάθισε 40 μέρες μέσα στὸ Μοναστήρι, κάθε πρωὶ ὁ παπὰς τῆς διάβαζε τοὺς ξορκισμοὺς καὶ ἔκανε ἁγιασμό. Πολλὲς φορὲς ἔπαιρνε τὴν Ἁγία Ἄννα στὴν ἀγκαλιά της καὶ πήγαινε μέσα στὴν θάλασσα (ἡ χάρη της τὴν τραβοῦσε μέσα στὴν θάλασσα) βαθειὰ καὶ πάλι γυρνοῦσε στὸ Μοναστήρι, ὁ δὲ παπὰς στὸ διάστημα αὐτὸ διάβαζε ἁγιασμὸ στ᾿ ὄνομά της. Μετὰ τὴν πάροδο 40 ἡμερῶν, ἔγινε τελείως καλὰ καὶ ἐπέστρεψε στὸ σπίτι της.
*
* *Τὸ 1919 ἡ Βασιλικὴ Ν. Σκαμνᾶ, τὸ γένος Χατζηθανάση ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη, τὸν Μάιο τοῦ ἰδίου ἔτους, ἔχασε τὴν ἴδια μέρα τὶς δύο κόρες της. Τὸ ἕνα παιδὶ ἦτο ἡλικίας 7 (ἑπτά) ἐτῶν καὶ τὸ ἄλλο 2 (δυό) ἐτῶν.
Ἀπὸ τὴν μεγάλη στεναχώρια ἀρρώστησε βαριά. Τότε τὴν πῆγε ἡ μητέρα της Ἀγλαΐα Χατζηθανάση στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ κλείστηκαν στὸ Μοναστήρι κάνοντας 40 μέρες νηστεία καὶ προσευχή, πίνοντας τσάι καὶ νερό.
Καθημερινῶς ὁ παπὰς διάβαζε τοὺς ξορκισμοὺς καὶ ἔπιναν ἁγιασμό. Κατὰ διαστήματα ἄκουγαν βήματα στὸ ἱερό, καθὼς ἐπίσης ἔβλεπαν τὴν σκιὰ τῆς Ἁγίας Ἄννης, νὰ περνᾷ ἀπὸ μπροστά τους. Μετὰ ἀπὸ 40 μέρες ἔγινε τελείως καλὰ καὶ ζῆ μέχρι σήμερα καὶ μπορεῖτε νὰ τὴν ρωτήσετε νὰ σᾶς τὰ διηγηθῆ καὶ ἡ ἴδια.
*
* *Ὁ κ. Φώτης Μάντικας, ἀπὸ τὸ Πασσαλιμάνι τῆς Προκονήσου Μικρᾶς Ἀσίας, διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
Τὸ Μάιο τοῦ 1910 ἤμουν στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐκεῖ ἀρρώστησα καὶ μὲ πῆγαν στὸ νοσοκομεῖο τοῦ Μπαλουκλῆ. Ὅταν μὲ ἐξέτασαν οἱ γιατροὶ εἶπαν στὴν μητέρα μου ὅτι ἔχω μηνιγγίτιδα καὶ δὲν γίνομαι καλά. Τότε ἡ μητέρα μου μὲ πῆγε σπίτι νὰ πεθάνω ἐκεῖ. Τότε ὁ Βαγγέλης ὁ Καβούνης καὶ ὁ Δημήτριος Λούης πῆγαν στὸ Βόρρι καὶ ἔφεραν τὴν Εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννης. Καθὼς ἔβαζαν τὴν Εἰκόνα στὸ σπίτι μου, φώναξα μάνα· μιὰ γυναῖκα ἦρθε καὶ μοῦ χαϊδεύει τὸ κεφάλι μου. Ἀμέσως μίλησα, ποὺ ἤμουν βουβὸς τόσες μέρες, καὶ ἄνοιξα τὰ μάτια μου. Ἄκουσα τὴν εἰκόνα ποὺ ἔτριξε τρεῖς φορές. Φέραμε ἀμέσως τὸν παπὰ τοῦ χωριοῦ καὶ κάναμε ἁγιασμό. Ἡ μητέρα μου ἔκλαιγε καὶ παρακαλοῦσε τὴν Ἁγία Ἄννα νὰ μοῦ δώσει τὴν ὑγεία μου.
Ἀπὸ ἐκείνην τὴν ἡμέρα βελτιώθηκε ἡ ὑγεία μου καὶ σὲ λίγες μέρες ἔγινα τελείως καλὰ καὶ ζῶ μέχρι σήμερα ποὺ εἶμαι 77 ἐτῶν.
*
* *Ἡ Κατερίνα Χατζηλία ἀπὸ τὸ Πασσαλιμάνι, ἤτανε δαιμονισμένη σὲ πολὺ μεγάλο βαθμό. Γιὰ νὰ τὴν συγκρατοῦν τὴν εἶχαν δέσει στὰ στασίδια μὲ ἁλυσίδες· κάθησαν στὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Ἄννης 40 μέρες μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ οἱ δικοί της καὶ ἔφυγε καλά.
*
* *Ἡ κ. Βασιλικὴ ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἐδαιμονίσθη κοπέλλα. Οἱ δικοί της τὴν πῆγαν στὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Ἄννης ἐκεῖ τὴν ἔδεσαν στὰ στασίδια γιὰ νὰ μὴν τοὺς φεύγη. Ἐκείνη ὅμως ἔσπαζε τὰ σχοινιὰ καὶ ἔτρεχε ἔξω. Τὴν πιάνανε καὶ τὴν ξαναδένανε στὸ Μοναστήρι. Ὁ παπὰς διάβαζε τοὺς ξορκισμοὺς καὶ ἔκανε ἁγιασμὸ στὸ ὄνομά της. Κάθισε μὲ τοὺς δικούς της 80 μέρες στὸ Μοναστήρι μὲ νηστεία καὶ προσευχή, ὅπου ἔγινε καλά· μέχρι τώρα ζῆ καὶ εἶναι παντρεμένη· εἶναι δὲ ἡλικίας 85 ἐτῶν.
*
* *Ἡ Γυναῖκα τοῦ Παναγῆ τοῦ Κουταλιανοῦ κατήγετο ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη. Ὅταν μία ἡμέρα ἐδαιμονίσθη. Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε ἀκούσει γιὰ τὰ θαύματα τῆς Ἁγίας Ἄννης. Τὴν πῆγαν στὸ Βόρρι, ὅπου κλείστηκε στὸ Μοναστήρι 40 μέρες, κάνοντας νηστεία καὶ προσευχή· ἔγινε καλὰ καὶ ζῆ μέχρι σήμερα.
*
* *Ἀπὸ τὸν Μαρμαρᾶ εἶχαν φέρει στὴν Ἁγία Ἄννα ἕναν τρελλὸ νὰ γίνη καλά. Εἶχε τρέλλα μεγάλης μορφῆς. Ἔπαιρνε τὴν μητέρα του καὶ τὴν βουτοῦσε στὴν θάλασσα νὰ τὴν πνίξη. Κάποια μέρα, τὴν ὥρα ποὺ γινότανε ὁ ἁγιασμός, ὁ ἄρρωστος μὲ τὴν εἰκόνα ἐπάνω στὸ κεφάλι του τὸν τραβοῦσε πρὸς τὴν θάλασσα. Πέρασαν μπροστὰ ἀπὸ ἕναν Τοῦρκο. Τότε λέει ὁ Τοῦρκος, ἔχουν οἱ γκιαούρηδες ἕνα ξύλο καὶ τοὺς κτυπᾶ. Ἀμέσως ἡ εἰκόνα ἄφησε τὸν ἄρρωστο καὶ ἔπιασε τὸν Τοῦρκο. Ἐκεῖνος τότε φοβήθηκε πολὺ ποὺ εἶπε: Σὲ πιστεύω καὶ σὲ προσκυνῶ, Ἁγία Ἄννα, ἥμαρτον, συγχώρεσέ με. Κατόπιν ρωτάει τὸν παπᾶ τί νὰ φέρη στὴν Ἁγία Ἄννα. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε ὅ,τι θέλεις. Πράγματι, ὁ Τοῦρκος ἔφερε ὅ,τι τοῦ εἶπε ὁ παπάς. Πρὸς ἔνδειξιν εὐγνωμοσύνης του εἰς τὴν Μεγαλόχαρη, ἐβαπτίσθη χριστιανός. Ἐπίσης καὶ ὁ τρελλὸς ἔγινε καλά.
*
* *Ἡ κυρία Κατίνα Κριβέρη ἦταν κοπελλίτσα πολὺ ὡραία, ὅταν μία μέρα παραμορφώθηκε σὲ μεγάλο βαθμό. Δὲν μποροῦσε νὰ τὴν ἀντικρύση ἄνθρωπος χωρὶς νὰ φοβηθῆ. Τάχθηκε στὴν Ἁγία Ἄννα, ἔκανε ἐπὶ 40 μέρες ἁγιασμὸ κάθε πρωὶ καὶ ἔγινε καλά· ζῆ μέχρι σήμερα καὶ εἶναι 85 ἐτῶν καὶ πολὺ ὡραία.
*
* *Ὁ Παναγιώτης ὁ Κριβέρης διηγεῖται ὅτι εἶδε τὴν Ἁγία Ἄννα ξύπνιος. Ἤτανε παιδὶ καὶ πῆγε μὲ τὴν μητέρα του στὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Ἄννης νὰ ξενυχτίσουν κάποια γνωστή τους ἄρρωστη ποὺ ἤτανε κλεισμένη στὸ Μοναστήρι.Ἐκεῖ ποὺ καθόντουσαν ἄκουσε βοὴ καὶ ἀμέσως ἡ ἐξωτερικὴ πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ ἄνοιξε καὶ βλέπει μία γυναῖκα μαυροφορεμένη νὰ περνᾶ κοντά του, βιαστικὴ καὶ νὰ μπαίνη στὸ ἱερό. Μετὰ ἀκούστηκε ἕνας μεγάλος θόρυβος καὶ ἔτριξαν τὰ τζάμια, σημάδι ὅτι πῆγε στὴν θέσι της ἡ χάρη της καὶ ἄκουσε μία φωνή: «ἔλειπα καὶ τώρα γύρισα στὸ σπίτι μου». Ἡ ἄρρωστη ποὺ πῆγαν νὰ ξενυχτίσουν, ἔγινε καλά. Ὁ κ. Κριβέρης ζῆ στὸ Αἴγιον καὶ μπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πῆ καὶ προφορικῶς ὁ ἴδιος.
*
* *Ὁ Παναγιώτης Κριβέρης παλληκάρι 30 χρονῶν, εἶχε ἀρρωστήσει βαρειά. Καὶ ἕνα βράδυ βλέπει στὸν ὕπνο του μία γυναῖκα μὲ τὰ μαῦρα νὰ πηγαίνη στὸ σπίτι του καὶ νὰ τοῦ λέη: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἁγία Ἄννα, δὲν ἔχεις τίποτε, σὲ τρεῖς μέρες θὰ εἶσαι καλά». Κατόπιν πέρασε τὸ χέρι της πάνω ἀπὸ τὸ σῶμα του, τὸν σταύρωσε καὶ ἔφυγε. Σὲ τρεῖς μέρες ἔγινε καλά. Τὴν προσκυνᾶ καὶ τὴν δοξολογεῖ. Εἶναι σήμερα 90 ἐτῶν.
*
* *Κάποιος ὀνόματι Γιῶργος ἀπὸ τὸ χωριὸ Γωνιὰ ἤτανε παράλυτος καὶ περπατοῦσε μὲ τὶς πατερίτσες. Πῆγε στὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Ἄννης στὸ Βόρρι, ἐκεῖ ἔμεινε 40 μέρες, κάνοντας νηστεία καὶ προσευχὴ καὶ ἔτσι βρῆκε τὴν ὑγεία του. Γιὰ νὰ εὐχαριστήση τὴν Μεγαλόχαρη ἐχάρισε ἕνα βαρέλι λάδι.
*
* *Στὰ Ρόδα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μιὰ κοπέλλα ἤτανε παράλυτη καὶ παρακαλοῦσε τὴν Ἁγία Ἄννα νὰ τῆς δώση τὴν ὑγεία της. Ἕνα ἀπόγευμα ποὺ ἦταν σχεδὸν ξύπνια βλέπει ἀπὸ τὸ παράθυρό της (ποὺ ἔβλεπε πρὸς τὴν θάλασσα) νὰ ἔρχεται μία βάρκα μὲ μιὰ γυναῖκα μαυροφορεμένη. Κατέβηκε στὴν παραλία καὶ κατευθύνθηκε στὸ σπίτι τῆς παράλυτης καὶ τῆς λέει: «Εἶμαι ἡ Ἄννα ποὺ ὅλο μὲ φωνάζεις, ἀλλὰ στὸ σπίτι μου δὲν ἔρχεσαι. Τί μὲ θέλεις;» «Νὰ μὲ κάνης καλά», τῆς λέει ἡ ἄρρωστη. «Γιὰ νὰ γίνης καλά, τῆς ἀπαντᾶ ἡ Ἁγία Ἄννα, πρέπει νὰ ἔρθης στὸ σπίτι μου» καὶ ἔφυγε μὲ τὴν βάρκα ποὺ εἶχε πάει. Πράγματι, ἡ ἄρρωστη πῆγε στὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Ἄννης, ἔκανε ἁγιασμὸ καὶ ἔγινε καλά.
*
* *Μία γυναῖκα ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη ἤτανε ἄρρωστη αὐτὴ καὶ τὸ παιδί της (τὸ παιδί της μάλιστα τὸ εἶχε ντυμένο καλογεράκι). Εἶχαν γυρίσει παντοῦ, ἀλλὰ δὲν εἶδαν καλὸ ἀπὸ πουθενά. Πῆγαν τότε στὸ Βόρρι στὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ κλείστηκαν μέσα. Καὶ ἄρχισαν τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχὴ καὶ κάνοντας ἁγιασμούς, δυὸ φορὲς τὴν ἡμέρα (ἔκαναν 40 ἡμέρες κλεισμένοι στὸ Μοναστήρι). Στὸν τελευταῖο ἁγιασμὸ ποὺ ἔκαναν καὶ εἶχαν οἱ ἄρρωστοι τὴν εἰκόνα ἐπάνω τους, ἄρχισε ἡ Εἰκόνα νὰ γυρίζη σ᾿ αὐτὴ καὶ τὸ παιδὶ σὰν προπέλλα σ᾿ ὅλο τὸ σῶμα τους. Κατόπιν τὴν σήκωσε ἡ χάρη της καὶ τὴν ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, τὴν Εἰκόνα ἤτανε πάνω στὸ κεφάλι τῆς ἄρρωστης καὶ τὴν διηύθυνε τὴν πήγαινε πρὸς τὴν θάλασσα. Τὸ παιδὶ τὴν ἀκολουθοῦσε ἀπὸ πίσω. Μόλις πάτησε τὸ πόδι της ἡ ἄρρωστη στὴ θάλασσα τράβηξε τὸ παιδί της μπροστά. Τότε ἡ Εἰκόνα κύλησε ἀπὸ τὸ κεφάλι της καὶ ἔπιασε τὸ παιδὶ καὶ τὸ βούτηξε τρεῖς φορὲς μέσα στὴ θάλασσα ὁλόκληρο καὶ τὸ ἄφησε, τὸ ἔβγαλε ὁ κόσμος ἔξω νὰ μὴν πνιγῆ τὸ παιδί. Μετὰ ἔπεσε ἡ Εἰκόνα στὴ θάλασσα, ξαπλωτὴ καὶ ἡ γυναῖκα πιασμένη ἀπὸ τὴν Εἰκόνα, τὴν γύρισε γύρω γύρω τρεῖς φορές, μετὰ τὴν ἔβγαλε ἔξω ὄρθια. Ἡ γυναῖκα μὲ τὴν Εἰκόνα πάλι στὸ κεφάλι πατώντας στὴ στεριὰ ἔκανε ἐμετὸ καὶ ἔβγαλε ἕνα τυφλὸ πράγμα. Κατόπιν μπῆκαν στὸ Μοναστήρι, ἐτέλειωσε καὶ ὁ ἁγιασμὸς ἀπὸ τὸν παπά. Πῆραν τὴν Εἰκόνα ἀπὸ τῆς ἄρρωστης τὰ χέρια καὶ τὴν πῆγαν στὴ θέσι της. Ἔγινε καλὰ καὶ αὐτὴ καὶ τὸ παιδί της. Εὐχαριστοῦν καὶ δοξάζουν τὴν Ἁγία Ἄννα ποὺ τοὺς γιάτρεψε.
*
* *Δυὸ Τοῦρκοι ψάρευαν στὴν παραλία τοῦ χωριοῦ Βόρρι κοντὰ στὸ Μοναστήρι. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἡ Ἁγία Ἄννα εἶχε ἕναν ἄρρωστο καὶ τὸν πήγαινε στὴν θάλασσα. Τότε λέει ὁ ἕνας Τοῦρκος στὸν ἄλλον (ὁ Τοῦρκος ποὺ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ λεγόταν Ναζιφάκης): Ἔχουν οἱ γκιαούρηδες δυὸ τάβλες καρφωμένες καὶ ἕνα τσίγκο καὶ κτυπᾶνε καὶ κοροϊδεύουν τὸν κόσμο! Τότε φεύγει ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννης ὡς ἐκ θαύματος, ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἀρρώστου καὶ ἄρχισε νὰ κτυπᾶ τὸν Τοῦρκο καὶ τοῦ ἔκανε τὸ κορμὶ γεμάτο πληγές. Ἀπὸ τὸ κτύπημα τότε ἐκεῖνος ζήτησε συγχώρεση ἀπὸ τὴν Ἁγία Ἄννα καὶ ὅτι θὰ ἔφερνε ἕνα δοχεῖο λάδι στὴν γιορτή της. Τὸ κορμί του δὲν γιατρευότανε ἀπὸ τὶς πληγὲς γι᾿ αὐτὸ ζήτησε ἀπὸ μία χριστιανὴ νὰ πάη τὸ λάδι στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ νὰ τοῦ φέρη λίγο ἁγιασμὸ νὰ περάσουν οἱ πληγές του. Ἡ χριστιανὴ ὅμως δὲν τοῦ πῆγε τὸν ἁγιασμό, φοβούμενη μὴν τὸν πετάξη. Τοῦ πῆγε ὅμως λίγο νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι ποὺ εἶχε στὸ προαύλιο τὸ Μοναστήρι. Ἐκεῖνος ὅμως τὸ θεώρησε γιὰ ἁγιασμὸ καὶ τὸ ἔβαζε στὶς πληγές του καὶ ἔτσι ἔγινε καλά. Ἀπὸ τότε τῆς πήγαινε ὁ ἴδιος τὸ λάδι ποὺ τῆς εἶχε τάξει.
*
* *Ὁ Εὐστράτιος Μαμαλοῦγκος μᾶς διηγεῖται ὅτι ἡ ξαδέλφη του ἡ Κυριακὴ Καπάνταη ἀπὸ τὰ Σκουπιὰ ἤτανε δυὸ χρόνια κατάκοιτη. Μιὰ γειτόνισσά της τοὺς εἶπε, δὲν τὴν πηγαίνετε στὸ Βόρρι στὴν Ἁγία Ἄννα, μήπως γίνη καλά; Πράγματι, τὴν ἄλλη μέρα ἔκαναν ἕνα πρόχειρο φορεῖο καὶ τὴν πῆγαν στὸ Μοναστήρι τῆς Μεγαλόχαρης. Γράφτηκε γιὰ τὸν ἁγιασμὸ στὴν σειρὰ καὶ κάθησαν στὸ Μοναστήρι. Ὅταν ἔφθασε ἡ σειρά της γιὰ τὸν ἁγιασμό, καὶ πῆρε τὴν εἰκόνα στὰ γόνατά της, ἀμέσως ἔγινε καλά, περπάτησε καὶ ἔφυγε μὲ τὰ πόδια της. Δοξάζει μέχρι σήμερα τὴν Μεγαλόχαρη καὶ ζῆ ἀκόμα στὸ Αἴγιον.
*
* *Στὰ Σκουπιὰ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας εἶχε πέσει χολέρα καὶ πέθαιναν καθημερινὰ 10-15 ἄτομα. Τὸ χωριὸ τὸ εἶχαν ἀπομονώσει ἀπὸ τὰ ἄλλα χωριά. Ὁ κόσμος ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὸ Ἀλιχώρι πήγαινε τροφὲς καὶ τ᾿ ἄφηναν σὲ κάποιο μέρος καὶ πήγαιναν καὶ παίρναν οἱ ἄρρωστοι γιὰ νὰ σωθῆ τὸ χωριό, ἀλλοιῶς θὰ ξεκληριζότανε μὲ τόσους θανάτους κάθε μέρα. Πράγματι τὴν ἄλλη μέρα ἔφεραν τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννης στὸ χωριό. Ἀμέσως ἔγιναν ὅλοι καλὰ ἀπὸ τὴν χολέρα! Ἔκαναν ἁγιασμὸ σὲ ὅλα τὰ σπίτια τοῦ χωριοῦ, δοξάζοντάς την καὶ εὐχαριστώντας την, ποὺ ἔσωσε τὸ χωριὸ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια. Τὸ ἴδιο εἶχε συμβῆ καὶ στ᾿ ἄλλα χωριὰ στὸ Πασσαλιμάνι, στὴν Ἀλώνη, στὰ Ρόδα. Μόνο τὸ χωριὸ Βόρρι δὲν προσβλήθηκε ποτὲ διότι τὸ προστάτευε ἡ χάρη της.
*
* *Ἕνα παλληκάρι ἀπὸ τὴν Ἀλώνη, ὀνόματι Δημητρός, ἐδαιμονίσθη. Τὸν πῆγαν στὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Ἄννης οἱ δικοί του καὶ κλείστηκαν μέσα 40 μέρες μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Καὶ διαβάζονταν παρακλήσεις καὶ ἁγιασμοὶ ἀπὸ τὸν ἱερέα. Μιὰ μέρα τὴν ὥρα ποὺ γινότανε ὁ ἁγιασμὸς ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ εἶχε τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννης ἐπάνω του, ἄρχισε ἡ εἰκόνα νὰ γυρίζη σὰν τὴν σβούρα ἐπάνω του. Κατόπιν τὸν πῆρε ἡ Μεγαλόχαρη τραβώντας τον ἀπὸ τὰ χέρια (τὰ χέρια του σ᾿ ἀνάταση νὰ κρατοῦν τὴν εἰκόνα) καὶ τὸν πῆγε στὸν Πλάτανο ποὺ εἶχε στὸ προαύλιο τοῦ Μοναστηριοῦ της. Μετὰ κατέβηκε ἡ εἰκόνα στὸ κεφάλι του καὶ γύριζε γύρω-γύρω σὰν τὴν σβούρα, ὥσπου νὰ τελείωση ὁ ἁγιασμός. Κατόπιν πῆγαν στὸ Μοναστήρι τὴν εἰκόνα καὶ τὸν ἄρρωστο. Τὸ βράδυ ἔγινε καλά. Ἔφυγε δοξάζοντας τὴν.
*
* *Ὁ Κωνσταντῖνος Καρακόπουλος ἀπὸ τὸ Πασαλιμάνι μᾶς διηγεῖται ὅτι ἡ ἀδελφή του Ἑλένη ἤτανε μικρὸ παιδί, ὅταν βουβάθηκε. Τὸ πῆγαν στὸ γιατρό, ἀλλὰ τίποτα. Τὸ παιδὶ ὅμως ἔδειχνε μὲ τὸ χέρι του τὸ χωριὸ Βόρρι. Τότε ἡ μητέρα του ἔταξε στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ τὸ πήγαινε κάθε πρωὶ καὶ ἔκανε ἁγιασμούς. Καὶ μία μέρα βλέπει ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ στὸν ὕπνο της ὅτι πῆγε μία μαυροφορεμένη γυναῖκα ἐπάνω ἀπὸ τὸ κρεβάτι τοῦ παιδιοῦ, ἔβγαλε μία χρυσὴ λόγχη καὶ τὸ σταύρωσε στὸ στόμα καὶ μετὰ ἔφυγε. Τότε τὸ παιδὶ ξύπνησε καὶ φώναξε: «Μητέρα ἦρθε ἡ Ἁγία Ἄννα, μὲ σταύρωσε καὶ μίλησε». Τότε πῆρε τὸ παιδὶ καὶ πῆγαν στὸ Βόρρι στὴν Ἁγία Ἄννα, κάνανε τὸν τελευταῖο ἁγιασμὸ καὶ εὐχαρίστησαν τὴν Μεγαλόχαρη. Τὸ τάμα ὅμως δὲν πρόλαβαν νὰ τὸ πᾶνε στὸ Βόρρι, τὸ ἔφεραν ὅμως στὸ Αἴγιον καὶ βρίσκεται ἀκόμα μπροστὰ στὴν Ἁγία Ἄννα. Εἶναι μία χρυσὴ γλῶσσα.
*
* *Ὁ Μανώλης ἀπὸ τὴν Ἀλώνη, καθὼς πήγαινε στὸ κτῆμα του, στὸ δρόμο ἔχασε τὴ μιλιά του. Ἀμέσως ἔτρεξε στὸ Βόρρι στὴν Ἁγία Ἄννα, ἔκανε ἁγιασμοὺς καὶ μετὰ ἀπὸ λίγον καιρὸ ἔγινε καλά.
*
* *Ἕνας ἄρρωστος ἀπὸ τὴν Γωνία ἦρθε στὴν Ἁγία Ἄννα νὰ γιατρευθῆ μὲ τοὺς δικούς του. Ἀφοῦ κάθησε στὸ Μοναστήρι 40 μέρες, μὲ νηστεία καὶ προσευχή, μία μέρα ἡ Ἁγία Ἄννα τὴν ὥρα ποὺ γινότανε ὁ ἁγιασμὸς στὸ ὄνομά του καὶ εἶχε τὴν εἰκόνα ἐπάνω του, ἄρχισε νὰ τὸν κτυπᾶ ἡ χάρη της στὰ πόδια του καὶ μετὰ σὲ ὅλο του τὸ σῶμα. Κατόπιν τὸν σήκωσε ὄρθιο καὶ τὸν ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, καὶ τὸν πῆγε στὸ Μυλάκι (λίγο πιὸ μακρυὰ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι), κατόπιν τὸν γύρισε καὶ τὸν πῆγε στὴ θάλασσα καὶ τὸν ἔρριξε μπρούμυτα, ὅλο τὸ σῶμα στὴν θάλασσα, μόνο τὸ κεφάλι στὴ στεριά. Ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννης τὸν κτυποῦσε στὶς πλάτες, ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἀρρώστου ἔβγαιναν μικρὰ-μικρὰ σκουληκάκια. Ὁ κόσμος καὶ οἱ παπάδες προσεύχονταν. Μετὰ τὸν σήκωσε, τὸν πῆγε στὸ Μοναστήρι. Τέλειωσαν καὶ οἱ ἁγιασμοὶ ποὺ γίνονταν συνέχεια καὶ οἱ δεήσεις. Ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτά, ὁ ἄρρωστος ἔγινε τελείως καλά.
*
* *Μία γυναῖκα ἀπὸ τὰ Ρόδα Μικρᾶς Ἀσίας τὴν ὥρα ποὺ μαγείρευε ἐδαιμονίσθη ἐκείνη καὶ τὸ παιδί της, σὲ πολὺ βαρειὰ μορφή. Οἱ δικοί της τάχτηκαν στὴν Ἁγία Ἄννα. Τσὺς ἔφεραν στὸ Βόρρι καὶ κλείστηκαν στὸ Μοναστήρι τρεῖς μῆνες μὲ πολλή νηστεία καὶ προσευχὴ (τσάι καὶ νερὸ καὶ ἀντίδωρο ἔτρωγαν). Πρωί-βράδυ ἔκαναν ἁγιασμὸ καὶ διάβαζαν τοὺς ἐξορκισμοὺς ἀπὸ τὸν παπά. Μία μέρα, τὴν ὥρα ποὺ γινότανε ὁ ἁγιασμὸς καὶ εἶχαν τὴν εἰκόνα στὴν ἀγκαλιά τους, ἄρχισε ἡ Μεγαλόχαρη νὰ γυρίζη σὲ ὅλο τὸ σῶμα της καὶ στὸ σῶμα τοῦ παιδιοῦ της. Ἀφοῦ τὴν εἶχε ξαπλώσει πρῶτα. Κατόπιν σηκώνει τὴν γυναῖκα μόνο ἡ χάρη της καὶ τὴν βγάζει ἔξω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι καὶ τὴν γυρίζει τρεῖς βόλτες γύρω-γύρω, στὸ Μοναστήρι (τὴν ἄρρωστη τὴν διηύθυνε ἡ Ἁγία Ἄννα), τὴν πῆγε στὴ θάλασσα μέσα βαθειὰ καὶ ἐξακολούθησε τὸ γύρισμα τῆς ἄρρωστης ἀπὸ τὴν Ἁγία Ἄννα (ἡ εἰκόνα γύριζε στὸ κεφάλι της). Ἡ θάλασσα εἶχε ἀγριέψει, καθὼς καὶ ἡ ἄρρωστη ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα της. Ὁ κόσμος ἔξω στὴν παραλία γονατισμένος μὲ τοὺς παπάδες μαζὶ προσευχότανε νὰ ἠρεμήση ἡ θάλασσα καὶ νὰ ἀφήση ἡ χάρη της τὴν ἄρρωστη. Μετὰ ἀπὸ λίγο τὴν ἔβγαλε ἡ χάρη της τὴν ἄρρωστη ἔξω στὴ στεριὰ πολὺ ταλαιπωρημένη. Ἔκανε ἐμετό, ἔβγαλε τὸ κακὸ ποὺ εἶχε μέσα της καὶ πῆγε μὲ τὴν εἰκόνα στὴν ἀγκαλιὰ μέσα στὸ Μοναστήρι. Ἐτελείωσε καὶ ὁ ἁγιασμὸς ἀπὸ τοὺς παπάδες καὶ τὴν ἄφησε ἡ χάρη της. Τὴν πῆραν τότε καὶ τὴν ἔβαλαν στὴ θέση της οἱ παπάδες. Τὴν ἄλλη μέρα ἤτανε καλὰ καὶ ἐκείνη καὶ τὸ παιδί της. Ἐτάχθηκε στὴ χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννης πρὸς εὐχαρίστησί της, ποὺ τοὺς ἔκανε καλά. Ἕνα χρόνο θὰ φοροῦσε μαῦρα ροῦχα καὶ ἕνα χρόνο ἐπίσης δὲν θὰ ἔτρωγε λάδι. Καὶ σὲ ὅλα τὰ πανηγύρια της θὰ ἔρχοτανε καὶ ἐκείνη καὶ τὸ παιδί της καὶ μὲ τὰ τάματά τους. Δοξάζουν καὶ ὑμνοῦν τὸ ὄνομά της, ποὺ τοὺς ἔκανε καλά.
*
* *Ἕνας Τοῦρκος ὀνομαζόμενος Ἔτεμ ἔκλεψε ἕνα τραπεζομάντηλο ἀπὸ τὴν Ἁγία Ἄννα καὶ τὸ ἔκανε νυκτικὸ τοῦ παιδιοῦ του. Μόλις τὸ φόρεσε τὸ ἀγοράκι καὶ ξάπλωσε, πῆρε φωτιὰ τὸ νυκτικὸ χωρὶς νὰ πάθη τὸ παιδὶ τίποτα ἀπολύτως, ἀλλὰ φοβήθηκε τόσο πολὺ ποὺ ἀρρώστησε βαρειὰ. Τότε ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ πῆγε σὲ μία χριστιανή, τὴν Ξαφένια καὶ τὴν παρακάλεσε νὰ τῆς πάη λίγο ἀπὸ τὸ ἁγίασμα τῆς Ἁγίας Ἄννης, μήπως καὶ γίνη καλὰ τὸ παιδί της. Ἡ χριστιανὴ φοβήθηκε νὰ τῆς πάη ἁγίασμα τῆς Τουρκάλας, τῆς πῆρε ὅμως λίγο νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι ποὺ εἶχε τὸ Μοναστήρι στὸ προαύλιό του. Ἐκείνη ὅμως τὸ νόμισε γιὰ ἁγιασμὸ καὶ τὸ ἔδωσε στὸ παιδί της καὶ πράγματι ἔγινε καλά. Ἀπὸ τότε τὸ παιδὶ τὸ ἔστελναν στὸ ἑλληνικὸ σχολεῖο καὶ ἔκανε παρέα μόνο μὲ τὰ παιδιὰ τῶν χριστιανῶν. Ἤθελαν νὰ τὸ κάνουν χριστιανό, ἀλλὰ ἔγινε ὁ διωγμὸς τῶν Ἑλλήνων καὶ ἔτσι παρέμεινε Τοῦρκος.
*
* *Ἀπὸ τὰ τόσα θαύματα ποὺ εἶχε κάνει ἡ Ἁγία Ἄννα, οἱ Τοῦρκοι τὴν προσκυνοῦσαν καὶ τὴν ἐδόξαζαν. Καὶ ὅταν ἔγινε ὁ πρῶτος διωγμὸς τῶν Ἑλλήνων, τὸ 1912, καὶ ἔφυγαν οἱ χριστιανοὶ ἀπὸ τὸ χωριὸ Βόρρι καὶ ἔμειναν μόνο Τοῦρκοι, τὸ καντῆλι τῆς Ἁγίας Ἄννης ποτὲ δὲν ἔσβησε. Τὸ ἄναβαν οἱ Τοῦρκοι.
*
* *Ἕνας δεσπότης ἀπὸ τὸν Μαρμαρᾶ λεγόμενος Παρθένιος πῆγε στὸ Βόρρι στὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ ζήτησε λεπτά. Ἡ ἐπιτροπὴ δὲν τοῦ ἔδωσε. Τότε ὁ δεσπότης πῆρε τὸ κουτὶ τῆς Ἁγίας Ἄννης μὲ τὸ ζόρι, καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν Ἀλώνη. Τὸ βράδυ βλέπει στὸν ὕπνο του τὴν Ἁγία Ἄννα καὶ τοῦ λέει: «Νὰ μοῦ φέρῃς τὸ κουτὶ ποὺ μοῦ πῆρες πίσω στὸ σπίτι μου». Ξύπνησε ἀμέσως καὶ ἔστειλε τὸ κουτὶ πίσω μὲ τὴν ἀγροφύλακα τῆς Ἀλώνης, χωρὶς νὰ τὸ πειράξη. Λέγεται δὲ ὅτι ἀρρώστησε καὶ σὲ 18 ἡμέρες πέθανε. Σημειωτέον δὲ ὅτι ὅταν ἔταζες κάτι στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ δὲν τῆς τὸ πήγαινες, ἔρχοταν στὸν ὕπνο σου καὶ στὸ ζητοῦσε καὶ ὅταν τὸ ἔπαιρνες κρυφὰ πάλι στὸ ζητοῦσε.
*
* *Μία χρονιὰ περνοῦσε ἕνα καΐκι μὲ τὴν Παναγία τὴν Φανερωμένη ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη, ἀνοικτὰ ἀπὸ τὸ Βόρρι. Τὸ καΐκι σταμάτησε· οὔτε μπροστά, οὔτε πίσω. Οἱ παπάδες ποὺ συνώδευαν τὴν Παναγία τὴν Φανερωμένη ἔκαναν παράκλησιν καὶ ἁγιασμό, γιὰ νὰ φύγη τὸ καΐκι, ἀλλὰ τίποτα. Τότε κάποιος ἀπὸ τὸ πλήρωμα εἶπε, μήπως θέλη ἡ Παναγία νὰ πάη στὴ μητέρα της τὴν Ἁγία Ἄννα νὰ χαιρετίση; Τότε ὁ καπετάνιος ἔστριψε τὸ τιμόνι πρὸς τὸ Βόρρι καὶ ἀμέσως, ὡς ἐκ θαύματος, ξεκίνησε τὸ καΐκι γιὰ τὸ Βόρρι. Ἐν τῷ μεταξὺ εἰδοποίησαν στὸ Βόρρι ὅτι ἔρχεται ἡ Παναγία ἡ Φανερωμένη. Τὴν ὥρα ποὺ ἔβγαζαν τὴν Παναγία ἀπὸ τὸ καΐκι, νὰ τὴν πᾶνε μέσα στὸ Μοναστήρι, κοντὰ στὴν Ἁγία Ἄννα, τὰ τζάμια καὶ τῶν δυὸ εἰκόνων ἔτριξαν. Τὰ μικρὰ παιδιὰ εἶδαν τὶς εἰκόνες ποὺ ἔσμιξαν καὶ τὸ φώναξαν νὰ τὸ ἀκούσῃ ὁ κόσμος.
Τοποθέτησαν τὴν Παναγία τὴν Φανερωμένη κοντὰ στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ τῆς ἄναψαν ἕνα καντῆλι μπροστά της. Τὸ βράδυ ἄκουσε ὁ κόσμος νὰ κτυποῦν τὰ καντήλια. Πρῶτα κτυποῦσε τὸ ἕνα, κατόπιν τὸ ἄλλο, μὲ διαφορετικὸ ἦχο τὸ καθένα. Τὰ παιδιὰ ἔβλεπαν δυὸ γυναῖκες νὰ κουβεντιάζουν, καὶ ταυτόχρονα νὰ κτυποῦν τὰ καντήλια! Μιλοῦσε ἡ Ἅγία Ἄννα, κτυποῦσε τὸ δικό της· μιλοῦσε ἡ Παναγία ἡ Φανερωμένη, κτυποῦσε τὸ δικό της. Τὸ ἕνα ἔκανε «ντίν», τὸ ἄλλο ἔκανε «ντάν». Ἔμεινε ἡ Παναγία ἡ Φανερωμένη στὸ Βόρρι τρεῖς μέρες, ἔκαναν ὅλα τὰ σπίτια τοῦ χωριοῦ ἁγιασμὸ μὲ τὴν χάρη της. Κατόπιν τὴν πῆραν καὶ ἔφυγαν. Στὴν παραλία τοῦ χωριοῦ Βόρρι εἶχαν βγάλει τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννης. Ἔσμιξαν πάλι οἱ εἰκόνες καὶ ἔφυγε τὸ καΐκι. Οἱ δὲ Ἱερεῖς ἔκαναν δεήσεις. Αὐτὸ τὸ περιστατικὸ τὸ διηγοῦνται μεγάλοι ἄνθρωποι σήμερα, ἀλλὰ παιδιὰ μικρὰ τότε, ποὺ τὸ ἔχουν δῆ μὲ τὰ μάτια τους, νὰ σμίγουν οἱ εἰκόνες, νὰ συνομιλοῦν δυὸ σκιὲς καὶ νὰ κτυποῦν τὰ καντήλια συνθηματικὰ «ντὶν-ντάν».
*
* *Ἡ κ. Χρυσούλα Σεβαστοῦ μας διηγεῖται αὐτὸ τὸ περιστατικό. Τῆς τὸ εἶπε ὁ ἄνδρας της, ποὺ ἤτανε μπροστά. Ἔφεραν μία ἄρρωστη ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Κωνσταντινούπολης, βουβὴ ἐκ γενετῆς. Ἔμεινε στὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Ἄννης 40 μέρες, κάνοντας ἁγιασμούς, νηστεία καὶ προσευχή. Ἕνα πρωὶ τὴν ὥρα ποὺ γινότανε ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ ἄρρωστη εἶχε τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννης ἐπάνω της, τὴν σήκωσε καὶ τὴν πῆγε στὴν θάλασσα· τῆς ἔκανε λίγους γύρους καὶ κατόπιν τὴν ἔβγαλε στεγνὴ ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ ἀμέσως μίλησε εὐχαριστώντας την γιὰ τὸ καλὸ ποὺ τῆς ἔκανε ἡ Μεγαλόχαρη.
Δὲν εἶναι ὅμως μόνον αὐτὰ τὰ θαύματα τῆς Ἁγίας Ἄννης. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλα πολλά. Ἀλλὰ σταματοῦμε ἐδῶ γιὰ νὰ διηγηθοῦμε καὶ μερικὰ ἀπὸ τὴν «καινούργια» πατρίδα τὸ Αἴγιον.
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΤΟ ΑΙΓΙΟΝ
Ἡ κ. Ἀγγελικὴ Μαρκούλα ἀπὸ τὰ Ἀλάτσατα τῆς Σμύρνης, κάτοικος Αἰγίου, συνοικισμοῦ Τεμένης, διηγεῖται τὰ ἑξῆς: Τὸ 1937 ἡ κόρη μου Γαρυφαλιὰ εἶχε ἀρρωστήσει βαρειά. Ἦταν τότε 8 χρονῶν· ἀπὸ τὴν ἀρρώστια αὐτὴ εἶχε χάσει τὴν φωνή της· τὴν πῆγαν σὲ πολλοὺς γιατροὺς ἀλλὰ τίποτα. Τότε ἔταζαν στὴν Ἁγία Ἄννα. Πῆρε τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννης στὸ σπίτι της ὁ παπάς, κάνοντας ἁγιασμό. Τὸ βράδυ, τὸ κορίτσι τοῦ φάνηκε ὅτι τὸ κτύπησε μία γυναῖκα στὸ κεφάλι του καὶ τοῦ εἶπε: Εἶσαι καλά, σήκω καὶ μίλησε. Πράγματι, στὸ κεφαλάκι του τὸ παιδὶ εἶχε ἕνα σημαδάκι· ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα τὸ παιδὶ μίλησε. Τὴν ἄλλη μέρα κρέμασα στὴ χάρη της τὸ τάμα μου.Ἕνα χρυσὸ κοριτσάκι καὶ ἕνα χρυσὸ δακτυλίδι δικό μου, νὰ εὐχαριστήσω τὴ χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννης, ποὺ ἔκανε τὸ παιδὶ καλά.
*
* *Ἡ κυρία Ἑλένη Χατζησοφιανοῦ ἀπὸ τὸ Αἴγιον, τὸ 1940, μετὰ τὴν γέννα ἔπαθε φλεβίτη, καὶ εἶχε πρηστεῖ. Οἱ γιατροὶ τῆς εἶπαν ὅτι δὲν γίνεται καλά. Ἕνα μεσημέρι βλέπει νὰ μπαίνη στὸ δωμάτιό της μία μαυροφορεμένη γυναῖκα καὶ τῆς λέει: Θὰ ὑποφέρηΣς λίγο ἀκόμα, θὰ ἔλθης εἰς τὸ χεῖλος τοῦ τάφου, ἀλλὰ τελικὰ θὰ γίνης τελείως καλά. Ἡ ἄρρωστη τὴν ρώτησε: Ἐσεῖς ποιὰ εἶσθε; Καὶ τῆς ἀπαντᾶ: Εἶμαι ἡ Ἁγία Ἄννα, ποὺ παρακαλᾶς.
Ἀμέσως φέραμε τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννης στὸ σπίτι καὶ κάναμε ἁγιασμό· ἀμέσως ἡ ὑγεία της καλυτέρευσε πρὸς μεγάλη ἀπορία τοῦ γιατροῦ. Σὲ 4 μῆνες σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κρεβάτι. Προσκυνῶ καὶ δοξάζω τὴν χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννης.
*
* *Ὁ κ. Διονύσιος Πληθάκης ἀπὸ τὸ χωριὸ Ροδιὰ τοῦ Αἰγίου διηγεῖται τὰ ἑξῆς: Τὸ 1948 εἶχε ἀρρωστήσει ἡ γυναῖκα μου, ὀνόματι Φωτεινή, χωρὶς νὰ βρίσκη θεραπεία. Ἕνα κοριτσάκι στὴ γειτονιὰ εἶδε στὸν ὕπνο του μία γυναῖκα καὶ τοῦ λέει: Νὰ πᾶς νὰ πῆς τῆς Φωτεινῆς νὰ τὴν πᾶνε στὸν συνοικισμὸ Αἰγίου στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ θὰ γίνη καλά.
Τὸ παιδὶ τὸ εἶπε, ἀλλὰ δὲν ἔδωσαν σημασία στὰ λόγια του. Καὶ πάλι τὸ κοριτσάκι εἶδε στὸ ὕπνο του τὴν ἴδια γυναῖκα. Τότε πῆρα τὴν γυναῖκα μου καὶ τὴν ἔφερα στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννης. Κάναμε νυκτερινὴ λειτουργία καὶ ἁγιασμό, ἀνάψαμε τὰ κεριά μας καὶ φύγαμε. Ἀπὸ τότε ἔγινε καλά. Μέχρι σήμερα δὲν ἔχει τίποτα. Τὴν εὐχαριστοῦμε τὴν μεγαλόχαρη γιὰ τὸ καλὸ ποὺ μᾶς ἔκανε.
*
* *Ἡ κ. Μαρία Μυλωνᾶ, κάτοικος συνοικισμοῦ Τεμένης, διηγεῖται τὰ ἑξῆς: Τὸ 1951 τὸ Σεπτέμβριο, εἶχα πάει γιὰ μιὰ δουλειά· γλίστρησα καὶ ἔπεσα μὲ συνέπεια νὰ κτυπήσω τὸ πόδι μου πολὺ καὶ νὰ πρησθῆ. Ἔφερα τὸ γιατρὸ καὶ μοῦ εἶπε ἀκινησία μεγάλη, ἀλλὰ οἱ πόνοι ἐξακολουθοῦσαν. Τότε παρακάλεσα τὴν Ἁγία Ἄννα νὰ μοῦ ἐλάττωση τοὺς πόνους. Τὸ βράδυ στὸν ὕπνο μου βλέπω τὴν Ἁγία Ἄννα νὰ πιάνη τὸ πόδι μου καὶ νὰ μοῦ λέη, ὅτι δὲν εἶναι τίποτα, θὰ περάση. Ὅταν θὰ σηκωθῆς, νὰ πᾶς νὰ ζητιανέψης γιὰ μένα νὰ γίνη τὸ σπίτι μου, μὴ βλέπης μόνο τὸν ἐαυτό σου...
Τὸ πρωὶ ποὺ ξύπνησα τὴν παρακάλεσα νὰ μοῦ πῆ ποῦ θὰ πάω νὰ ζητιανέψω. Σὲ τρεῖς μέρες τὸ πόδι μου ἤτανε καλά. Μὲ τὴν βοήθειά της, ὅπου πῆγα καὶ ζήτησα χρήματα, ὅλοι ἦσαν πρόθυμοι νὰ μοῦ δώσουν γιὰ νὰ κτισθῆ ἡ ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννης. Εἶναι γνωστὸ αὐτὸ καὶ στὸν ἱερέα τῆς ἐνορίας καὶ τῆς ἐπιτροπῆς.
Δοξάζω τὸν Θεό μας καὶ τὴν θαυματουργὸ Ἁγία Ἄννα, ἡ χάρη τῆς ὁποίας μὲ τόση στοργὴ μεριμνᾶ καὶ ἀκούει τὰς δεήσεις ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀγνωμόνων ἀνθρώπων.
*
* *Ἡ κ. Μαρία Βάβαλη ἀπὸ τὴν Τέμενη Αἰγίου διηγεῖται τὰ ἑξῆς: Τὸ 1952 εἶχε ἀρρωστήσει τὸ ἀγόρι μου, ὁ Σωτήρης, ἡλικίας 7 χρονῶν. Ὑπέφερε πολύ. Πῆγα τὸ παιδί μου στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννης νὰ προσκυνήσω καὶ νὰ παρακαλέσω τὴν χάρη της νὰ τὸ κάνη καλά. Μείναμε ὅλη τὴ νύκτα στὴν ἐκκλησία προσευχόμενοι. Τὸ πρωὶ τὸ κοινώνησα, τὸ πῆρα καὶ ἔφυγα. Τὴν δεύτερη μέρα, ποὺ ξύπνησα, ἦταν τελείως καλά. Τὴν εὐχαριστῶ καὶ τὴν προσκυνῶ τὴν Ἁγία Ἄννα, ποὺ ἔδειξε τὴν χάρη της σὲ μένα τὴν ἁμαρτωλή.
*
* *Τὸ 1962 ἡ Σουλτάνα Μουστερῆ εἶχε ἀρρωστήσει ἀπὸ μία σοβαρὴ καρδιακὴ κρίση καὶ τὴν πῆγαν στὸ νοσοκομεῖο Αἰγίου. Οἱ γιατροὶ τῆς βρῆκαν πολλὲς ἀσθένειες καὶ ἡ κάταστασί της ἦταν κρίσιμη. Ἀπελπισμένη ἡ ἄρρωστη ποὺ ἡ κάταστασί της χειροτέρευε, παρακάλεσε τὴν Ἁγία Ἄννα νὰ τῆς δώσει τὴν ὑγεία της, γιατὶ εἶχε τρία ἀνήλικα παιδιά. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος, δὲν πρόλαβε ἡ ἄρρωστη νὰ καλοκοιμηθῆ καὶ βλέπει μία σκιὰ στὸ κρεββάτι της σὰν μία γυναῖκα νὰ βγάζη τὴν ζώνη ποὺ φοροῦσε καὶ νὰ τὴν βάζη στὴ μέση της τρεῖς φορὲς καὶ χάθηκε. Τὸ πρωὶ ἡ ὑγεία της καλυτέρεψε καὶ σὲ μία ἑβδομάδα ἔγινε τελείως καλὰ καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο. Προσκυνεῖ τὴν χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννας.
*
* *Ἡ κ. Μερσίνη Πασχαλίδου ἀπὸ τὸ Αἴγιον, ὁδὸς Στράτωνος 15, διηγεῖται τὰ ἑξῆς: Τὸ 1962 ἀρρώστησε ὁ ἐγγονός μου Γεώργιος Γεωργακόπουλος. Τὸν πήγαμε σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησίες. Τελευταῖα, τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1962, τὸν φέραμε στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννης.Μείναμε ὅλη τὴν νύκτα καὶ προσευχόμαστε μαζὶ μὲ τὸ παιδί. Τὸ πρωὶ φύγαμε καὶ τὸν Μάρτιο τοῦ 1962 τὸ ξαναφέραμε· κάναμε ὁλονύκτιο καὶ ἁγιασμό. Ἀπὸ τότε εἶδε τὴν ὑγεία του καὶ εἶναι πολὺ καλά. Προσκυνῶ τὴν χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ τὴν εὐχαριστῶ θερμῶς.
*
* *Ἡ κ. Ἑλένη ἀπὸ τὰ Μελίσσια Αἰγίου διηγεῖται: Εἶχε πάθει ψυχοπάθεια καὶ εἶχε ξοδέψει πολλὲς χιλιάδες στοὺς γιατροὺς καὶ δὲν τῆς κάνανε τίποτα. Ἔρχεται στὴν κ. Μετζελοπούλου στὸ Αἴγιο καὶ αὐτὴ τὴν ἔστειλε στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννης στὸ συνοικισμὸ ὅπου εἶναι ἡ θαυματουργὸς εἰκόνα τῆς Ἁγίας. Πράγματι, ἦρθε στὴν ἐκκλησία καὶ ὁ Ἱερεὺς τῆς εἶπε νὰ κάνῃ Σαρανταλείτουργο καὶ νὰ μείνῃ μέσα στὴν ἐκκλησία. Πράγματι, ἔκανε τὶς λειτουργίες καὶ στὴν 38η λειτουργία ἐκεῖ ποὺ καθόταν τὰ μεσάνυχτα ἄκουσε μία δυνατὴ βοὴ μέσα ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας καὶ βλέπει νὰ βγαίνῃ μία γυναῖκα μὲ τὰ μαῦρα καὶ νὰ πηγαίνη κοντά της. Μόλις τὴν πλησίασε, τὴν σταύρωσε καὶ τῆς εἶπε: Ἑλένη, σήκω ἐπάνω καὶ πήγαινε σπίτι σου, ἔγινες καλά, καὶ ἡ γυναῖκα ἀμέσως χάθηκε. Ἡ ἄρρωστη φώναξε στὴ νεωκόρο αὐτὰ ποὺ τῆς εἶπε ἡ Ἁγία Ἄννα. Πράγματι, ἔγινε καλά, παντρεύτηκε καὶ ἔχει καὶ δυὸ παιδιά. Ἡ νεωκόρος λεγόταν Τασία Πουρνάρα.
*
* *Ἡ κ. Σταματία Μουγκάση ἦταν βαρειὰ ἄρρωστη. Τὴν εἶχαν πάει σὲ ὅλους τοὺς γιατροὺς τοῦ Αἰγίου καὶ τῆς Ἀθήνας, ἀλλὰ δὲν γινότανε τίποτα. Μόλις γύρισαν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ἡ μητέρα της καὶ οἱ δικοί της παρεκάλεσαν τὴν Ἁγία Ἄννα νὰ τῆς δώση τὴν ὑγεία της. Πῆραν τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννης στὸ σπίτι καὶ ἔκαναν ἁγιασμό. Καὶ πράγματι μετὰ τὸν ἁγιασμὸ μὲ τὴν χάρη της καλυτέρεψε ἡ ὑγεία της· μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ἔγινε τελείως καλὰ καὶ ζῆ μέχρι σήμερα.
*
* *Ἡ κ. Σταματία Ζίντα διηγεῖται ὅτι: Εἶχε ἀρρωστήσει τὸ ἀγοράκι της καὶ δὲν γινότανε καλά. Τότε ἡ μητέρα του παρακάλεσε τὴν Ἁγία Ἄννα, ἔταξε τὸ δακτυλίδι της καὶ ἕνα χρυσὸ παιδάκι. Τὸ παιδὶ ἔγινε καλὰ καὶ αὐτὴ δοξάζει τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Ἄννης.
*
* *Ἡ κ. Φωτεινὴ Παπίρη διηγεῖται ὅτι: Τὸ παιδί της ὀνόματι Γιῶργος εἶχε ἀρρωστήσει ἀπὸ αἱματουρία. Ἔδιναν αἷμα ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα, ἀλλὰ ἀντὶ νὰ καλυτερεύη, χειροτέρευε. Οἱ γιατροὶ μᾶς εἶχαν ἀπελπίσει. Τότε τὸ ἔταξα στὴ χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννης. Τὸ παιδί της ἔγινε καλά. Τώρα εἶναι ἄνδρας παντρεμένος μὲ ἕνα παιδί. Προσκυνῶ καὶ δοξάζω τὴν Ἁγία Ἄννα.
*
* *Μία κυρία ἀπὸ τὴν Ἀκράτα εἶχε τὸ ἀγοράκι της βαρειὰ ἄρρωστο. Ἔταξε στὴν Ἁγία Ἄννα νὰ κάνῃ τὸ παιδί της καλὰ καὶ θὰ τῆς ἔφερνε μία λαμπάδα σὰν τὸ ἀνάστημά του καὶ νὰ τῆς λειτουργήσῃ. Πράγματι, τὸ παιδί της ἔγινε καλά, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν χαρά της ξέχασε τὰ τάματα ποὺ εἶχε κάνει! Τὸ βράδυ εἶδε στὸν ὕπνο της τὴν Ἁγία Ἄννα καὶ τῆς λέει: ἐγὼ ἔκανα καλὰ τὸ παιδί σου, ἐσὺ ὅμως ξέχασες τὸ τάμα σου. Τὸ πρωὶ σηκώθηκε καὶ ἦρθε στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ ἔφερε τὸ τάμα της.
*
* *Ἡ Ἑλένη Ἀνδρεάδη κάτοικος τώρα Ἀθηνῶν, εἶδε στὸν ὕπνο της τὴν Ἁγία Ἄννα καὶ τῆς εἶπε: Νὰ ἔρθης στὸ Αἴγιον, στὸ σπίτι μου, καὶ νὰ μοῦ δώσης τὴν πέτρα ποὺ ἔχεις νὰ γίνη τὸ σπίτι μου. Ἀμέσως ἦρθε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ἔδωσε τὴν πέτρα στὴν ἐκκλησία καὶ χάρισε καὶ χρήματα.
*
* *Ἡ κ. Στέλλα Ἀλεξίου γέννησε τὸ κοριτσάκι της μὲ κοίλη. Τὸ πῆγε στὸ γιατρὸ καὶ τῆς εἶπε, πρέπει νὰ γίνη ἐγχείρηση. Τότε ἡ μητέρα της καὶ ἐκείνη παρακάλεσαν τὴν Ἁγία Ἄννα νὰ τοῦ δώση τὴν ὑγεία του καὶ νὰ ἀποφύγη τὴν ἐγχείρηση. Ὅταν τὸ ξαναπῆγε στὸ γιατρὸ ἀπόρησε διότι δὲν ὑπῆρχε τίποτα.
*
* *Ἡ κ. Χρυσάνθη Μαρίνου Κουνινιώτη ἀπὸ τὴ Ροκᾶ διηγεῖται τὰ ἑξῆς: Ἡ κόρη της Κατερίνα εἶχε ἀρρωστήσει βαρειά. Τὴν εἶχαν στὸ νοσοκομεῖο τοῦ Αἰγίου. Οἱ γιατροὶ περίμεναν νὰ πεθάνῃ. Οὔτε μιλοῦσε, οὔτε ἔτρωγε. Ἡ ἀπελπισία τῆς μάνας της ἦταν μεγάλη. Τότε ἔτρεξε ἡ μητέρα της στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ πῆρε τὴν εἰκόνα καὶ τὴν πῆγε στὸ νοσοκομεῖο· καθὼς βλέπει τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννης, μίλησε, ἔκανε τὸ σταυρό της καὶ εἶπε: Μεγάλο τὸ ὄνομά σου, Ἁγία Ἄννα ποὺ μ᾿ ἔκανες καλά. Ἀπὸ τότε εἶναι πολὺ καλὰ καὶ δοξάζει τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Ἄννης.
*
* *Τὸ 1946 ἡ κ. Κικὴ Σαλιάρη ἀπὸ τὸν συνοικισμὸ Αἰγίου εἶχε τὸ ἀγοράκι της τὸν Χρῆστο ἄρρωστο βαρειά. Τὸ πῆγε σὲ ὅλους τοὺς γιατρούς, ἀλλὰ δὲν γινότανε τίποτα· εἶχε ἀπελπιστεῖ πλέον, ὅταν ἐπάνω στὴν ἀπελπισία της, σὰν κάποιος νὰ τῆς εἶπε νὰ πάρῃς τὴν Ἁγία Ἄννα στὸ σπίτι σου. Ἀμέσως ἔτρεξε καὶ πῆρε τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννης στὸ σπίτι, ἔκανε ἁγιασμὸ καὶ ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ παρακαλοῦσε τὴν Ἁγία Ἄννα νὰ δώσει τὴν ὑγεία στὸ παιδί της. Καθὼς παρακαλοῦσε ἔβαλε τὸ μωρὸ νὰ χαιρετίσῃ τὴν Ἁγία Ἄννα· ἀμέσως ἄνοιξε τὰ μάτια του καὶ πῆρε τὸ καλύτερο. Σὲ λίγες μέρες ἔγινε τελείως καλὰ καὶ τώρα εἶναι παντρεμένος μὲ παιδιὰ καὶ δοξάζει καὶ ὑμνεῖ τὴν Ἁγία Ἄννα ποὺ τὸν ἔσωσε.