Γράφει η Σταυροπούλου Ευγενία, Ειδικευόμενη Ιατρός στην Δερματολογία
Ο όρος τροφική αλλεργία χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις ανοσολογικές αντιδράσεις που δημιουργούνται από τις τροφές. Στις αντιδράσεις αυτές είναι σημαντική η συμμετοχή των IgE ανοσοσφαιρινών. Ο όρος τροφική υπερευαισθησία χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις ανοσολογικές αντιδράσεις με την γενικότερη έννοια που δημιουργούνται από τις τροφές.
Μελέτες πάνω στην παθοφυσιολογία των άνοσων και μη άνοσων τροφικών αντιδράσεων έχουν επιβεβαιώσει τη δημιουργία ανοσολογικών αντιδράσεων από τα τροφικά συστατικά. Σοβαρές ανωμαλίες στη διατροφή των παιδιών προκαλούν σοβαρές διαταραχές στην σωματική και την διαννοητική ανάπτυξή τους.
Η πρόληψη κατέχει τον σπουδαιότερο ρόλο σε αυτές τις περιπτώσεις. Τα παιδιά που διατρέχουν τον κίνδυνο ανάπτυξης τροφικής υπερευαισθησίας μπορούν να γίνουν αντιληπτά πριν ξεκινήσουν τα συμπτώματα, κάτι που μπορεί να οδηγήσει στην εφαρμογή προληπτικών μέτρων και στην αποφυγή εκδήλωσης των κλινικών συμπτωμάτων.
Ανοσολογικές αντιδράσεις στα τροφικά συστατικά
Τα τροφικά συστατικά που προκαλούν τις ανοσολογικές αντιδράσεις καλούνται αντιγόνα. Η σύνδεση των τροφικών αντιγόνων με ειδικούς υποδοχείς καθορίζει τον τύπο της κυτταρικής αντίδρασης που θα επικρατήσει. Οι Coobs και Cell διαίρεσαν τις αντιδράσεις υπερευαισθησίας σε 4 τύπους. Οι τύποι 1, 2 και 3 συμπεριλαμβάνουν την παραγωγή αντισωμάτων, ενώ ο τύπος 4 σχετίζεται με την δράση των Τ λεμφοκυττάρων. Ο τύπος 1 της υπερευαισθησίας στην οποία συμμετέχουν οι IgΕ ανοσοσφαιρίνες αναπτύσεται ραγδαία και καλείται επείγουσα αντίδραση. Η τροφική αλλεργία συμπεριλαμβάνει πάντα τον τύπο 1 της υπερευαισθησίας αλλά δεν περιορίζεται μόνο σε αυτόν. Οι Samson και Mc Caskill ανακάλυψαν ότι το γάλα, τα αυγά, το στάρι, τα αράπικα φυστίκια, η σόγια και τα ψάρια προκαλούν τις περισσότερες αλλεργικές αντιδράσεις τύπου 1, εξαιτίας των ειδικών γλυκοπρωτεινών-αλλεργιογόνων που περιέχουν.
Προδιαθεσικοί παράγοντες τροφικής αλλεργίας
Οι παράγοντες που προδιαθέτουν στην εμφάνιση της τροφικής αλλεργίας είναι γενετικοί ή επίκτητοι. Οι πιο γνωστοί γενετικοί παράγοντες αποδεικνύεται ότι προκαλούν αύξηση των IgE αντισωμάτων και εν συνεχεία και των αλλεργικών εκδηλώσεων. Σε παιδιά που γεννήθηκαν από γονείς με ατοπία ορισμένοι επίκτητοι παράγοντες μπορούν να προκαλέσουν αύξηση παραγωγής των IgE αντισωμάτων.
Τροφικά αλλεργιογόνα
Οι τροφές που προκαλούν αλλεργικές αντιδράσεις είναι λίγες σε σχέση με την μεγάλη ποικιλία τροφικών αντιγόνων που συνθέτουν το σύνηθες διαιτολόγιο του ανθρώπου. Σε βρέφη κάτω των 6 μηνών, οι περισσότερες αλλεργικές αντιδράσεις οφείλονται στο γάλα ή τη σόγια, ενώ στα μεγαλύτερα βρέφη και παιδιά, τα συχνότερα αλλεργιογόνα είναι το αυγό, το γάλα, το φυστίκι, η σόγια, τα σιτηρά, το ψάρι. Επίσης ενοχοποιούνται οι ξηροί καρποί δέντρων (αμύγδαλο, φουντούκι, καρύδι), μερικά φρούτα και λαχανικά (σέλινο), οισπόροι (π.χ. σουσάμι κ.α.), τα οστρακοειδή (καβούρι, αστακός, καραβίδα), τα όσπρια. Αλλεργικά συμπτώματα μπορούν να προκαλέσουν επίσης σε μεγαλύτερα παιδιά ορισμένα αναψυκτικά, η σοκολάτα, τα γαριδάκια, το φαγητό των φαστ φουντ κ.α.
Η ευαισθητοποίηση στα τροφικά αλλεργιογόνα συνήθως συμβαίνει μετά τον αποθηλασμό, αλλά μπορεί να γίνει και κατά την διάρκεια του θηλασμού η ακόμα και κατά την ενδομήτριο ζωή διά μέσου του πλακούντα. Τα περισσότερα παιδιά παρουσιάζουν ευαισθησία σε ένα ή δύο τροφικά αλλεργιογόνα, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να εκδηλωθεί ευαισθησία σε περισσότερα από τρία.
Η μεγάλη επεξεργασία των πρωτεινών που υφίστανται ορισμένες τροφές (φυστίκι, σόγια) μπορεί να επηρεάσει την αλλεργιογονικότητά τους.
Κλινικές εκδηλώσεις τροφικής αλλεργίας
Τα κλινικά συμπτώματα συχνά αποτελούνται από μια ποικιλία συνδυασμών και συνδρόμων. Συνήθεις εκδηλώσεις από το γαστρεντερικό σύστημα είναι η ναυτία, ο εμετός, η διάρροια και ο κοιλιακός πόνος. Από την περιοχή της στοματικής κοιλότητας μπορεί να εκδηλωθεί οίδημα χειλέων, υπερώας και γλώσσας, αφθώδη έλκη κ.α. το λεπτό έντερο επηρεάζεται περισσότερο σε περιπτώσεις ευαισθησίας στο γάλα αγελάδας, την σόγια και την γλουτένη. Ο τραυματισμός του βλεννογόνου του εντέρου από αντιγόνα του αγελαδινού γάλατος μπορεί να οδηγήσει σε χρόνια απώλεια αίματος από το γαστρεντερικό σύστημα και δευτεροπαθώς σε έλλειψη σιδήρου και αναιμία, απώλεια πρωτεινών, οίδημα καθώς και σε δυσαπορρόφηση από χρόνια διάρροια. Επεισόδια κωλικού στα βρέφη αναφέρονται σε ποσοστό που κυμαίνεται από 8% έως 40%, ενώ ορισμένες μελέτες έχουν συσχετίσει το αλλεργιογόνο του ανθρώπινου και αγελαδινού γάλατος με την εμφάνιση κωλικού στα βρέφη.
Η τροφική αλλεργία μπορέι να προκαλέσει την εκδήλωση νόσων από το αναπνευστικό σύστημα όπως αλλεργική ρινίτιδα, σοβαρή μέση ωτίτιδα (παραμένει σημείο αμφιλεγόμενο), άσθμα (λιγότερο συχνά) και λαρυγγικό οίδημα. Οι δερματικές εκδηλώσεις της τροφικής αλλεργίας συνίστανται σε ουρτικάρια, αγγειοοίδημα και σε εκζεματοειδείς αλλοιώσεις. Το γάλα, τα ψάρια, η σόγια, τα καρύδια, τα φυστίκια και τα θαλασσινά ενοχοποιούνται για την πρόκληση αγγειοοιδήματος, ενώ οι τροφές που ενοχοποιούνται περισσότερο στα βρέφη είναι τα γάλα και τα αυγά.
Σε μερικά άτομα έχουν παρουσιαστεί αναφυλακτικές αντιδράσεις από τροφικά αλλεργιογόνα. Τέλος σύνδρομα τα οποία μπορεί να δημιουργηθούν από τροφική υπερευαισθησία είναι: εντεροπάθεια από απώλεια λευκώματος, αλλεργική ηωσινοφιλική γαστρεντερίτιδα, εντεροπάθεια από γλουτένη, ατοπική δερματίτιδα, ερπητική δερματίτιδα κ.α.
Θεραπεία
Από την στιγμή που θα διαγνωστεί η ύπαρξη τροφικής αλλεργίας, το πρώτο βήμα της θεραπείας είναι η αποφυγή των υπεύθυνων τροφικών συστατικών και η απομάκρυνσή τους από τη δίαιτα των πασχόντων. Η ενέργεια αυτή είναι απαραίτητη προκειμένου για την δυσανεξία στο αγελαδινό γάλα και άλλες τροφικές αλλεργικές αντιδράσεις στα μικρά παιδιά.
Η τροφική υπερευαισθησία δεν είναι βέβαιο ότι θα διαρκέσει για ολόκληρη τη ζωή του ασθενούς, και έτσι θα πρέπει να γίνει επανέλεγχος του ιδίου στο μέλλον. Στην περίπτωση που η τροφική αλλεργία έχει σαν αποτέλεσμα την δυσαπορρόφηση απαραίτητων τροφικών συστατικών και την φτωχή σίτιση, θα πρέπει να ενισχυθεί η δίαιτα του ασθενούς με συμπληρώματα διατροφής.
Στις περιπτώσεις εκείνες που η απομάκρυνση της υπεύθυνης τροφής δεν επιφέρει αποδρομή των συμπτωμάτων, ενδείκνυται φαρμακευτική θεραπεία, ενώ ασθενείς που παρουσιάζουν μεγάλο κίνδυνο εμφάνισης αναφυλακτικών αντιδράσεων μετά την πέψη της υπεύθυνης τροφής, θα πρέπει να εκπαιδεύονται να διαθέτουν αντιϊσταμινικά και επινεφρίνη σε ενέσιμη μορφή όλες τις ώρες μαζί τους.
http://www.mednutrition.gr/content/view/1101/141/